-αυταρχικός -ή -ό [aftarxikós] Ε1 : α.που, επειδή έχει δύναμη, αποφασίζει και ενεργεί χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τη γνώμη των άλλων: ~ χαρακτήρας, δεσποτικός. – Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ.Μπαμπινιώτη , Β΄έκδοση , σελίδα 317 : Αυταρχικός, -ή ,-ό [1850]1.αυτός που προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή του με τρόπο απόλυτο, χωρίς να δέχεται αντιρρήσεις, αυτός που απαιτεί απόλυτη συμμόρφωση των άλλων στις επιθυμίες του :-γονείς/ηγέτης/δάσκαλος/διοίκηση2.(συνεκδ) αυτός που χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα , σκληρότητα και εγωκεντρισμό , που δεν λαμβάνει υπόψη του τους άλλους:- συμπεριφορά/χαρακτήρας ΣΥΝ. σκληρός, αυστηρός 3. (ειδικότ.…