Ρενάτο Καζάρο (1935-2025): Αρχιμάστορας της σινε-αφίσας


Φόρτωση Text-to-Speech…

Ο Ρενάτο Καζάρο, ο τελευταίος μεγάλος «cartellonista» του κινηματογράφου, έφυγε από τη ζωή ένα μήνα πριν κλείσει τα 90 του χρόνια. Μαζί με άλλους κορυφαίους στην τέχνη της κινηματογραφικής αφίσας (από τον Αμερικανό Σολ Μπας έως τον δικό μας μεγάλο μάστορα Γιώργο Βακιρτζή) έντυσε με μυστήριο την πρώτη επαφή του κοινού με την ταινία, αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «πρώτη υπόσχεση».

Η σχέση του με την εικόνα και τη μαγεία της μεγάλης οθόνης ξεκίνησε από την εφηβεία του. Γεννημένος στο Τρεβίζο το 1935, μεγάλωσε θαυμάζοντας τις αφίσες των ταινιών που πρόβαλλε το σινεμά Garibaldi και συχνά ζητούσε από τους υπευθύνους να του τις δώσουν όταν θα τις αντικαθιστούσαν. Τις έπαιρνε σπίτι του και τις χρησιμοποιούσε ως πηγή για να τις ξανασχεδιάσει με τον δικό του τρόπο. Το ταλέντο του σύντομα αναγνωρίστηκε: του ανέθεσαν να ζωγραφίσει στους εξωτερικούς τοίχους του κινηματογράφου και έτσι δημιούργησε τεράστιες τοιχογραφίες για ταινίες της εποχής όπως το «Latin Lovers» ή το «River Without Return».

Η ανέλιξή του ήταν αλματώδης· στα 19 του μετακόμισε στη Ρώμη και έπιασε δουλειά στο περίφημο Studio Favalli, το δημιουργικό γραφείο που σχεδίαζε τις περισσότερες αφίσες για τις παραγωγές της Τσινετσιτά. Τρία χρόνια αργότερα είχε ανοίξει δικό του γραφείο με διεθνείς αναθέσεις. Η παραγωγικότητά του ήταν εκπληκτική: σχεδίαζε περίπου 100 αφίσες ετησίως.

Η πρώιμη γραφή του, κυρίως αφαιρετικές, εννοιολογικές συνθέσεις με λάδια και γκουάς (ένα στυλ που ο ίδιος χαρακτήριζε «ιμπρεσιονιστικό») εξελίχθηκε τη δεκαετία του ’80 σε ένα θρίαμβο του αερογράφου και έναν «υπερρεαλισμό» που άγγιζε τη φωτογραφική ακρίβεια. Στον ιδιαίτερο αυτό δημιουργικό χώρο, που άκμασε εκείνη τη δεκαετία, ο Καζάρο είχε μια εμφανή «εκλεκτική συγγένεια» με τον σύγχρονό του Ιταλοαμερικανό Φρανκ Φραζέτα, έναν σπουδαίο εικονογράφο του φανταστικού.

Η πρώτη του μεγάλη διεθνής επιτυχία ήρθε το 1966, όταν ο παραγωγός Ντίνο ντε Λαουρέντις του ανέθεσε τη δημιουργία της αφίσας για την υπερπαραγωγή «Η Βίβλος», σε σκηνοθεσία Τζον Χιούστον. Ακολούθησαν αφίσες που έγραψαν Ιστορία για ολόκληρες δεκαετίες και όρισαν την αισθητική των ίδιων των ταινιών για τις οποίες σχεδιάστηκαν – ανάμεσά τους: «Φλας Γκόρντον» (1980), «Κόναν ο Βάρβαρος» (1981), «Ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δύο φορές» (1981), «Μπλόου άουτ» (1981), «Επιχείρηση Οκτάπουσι» (1983), «Ιστορία δίχως τέλος» (1984), «Δαιμονισμένος άγγελος» (1987), «Αγρια ορχιδέα» (1989) και «Χορεύοντας με τους λύκους» (1990).

Η ικανότητα του Καζάρο να δημιουργεί με τις αφίσες του ένα νέο, παράπλευρο με την ταινία αφήγημα, ήταν εντυπωσιακή: το στυλιζαρισμένο πρόσωπο της Κάθι Μπέιτς στην αφίσα του «Μίζερι» μοιάζει σαν να παίζει στη δική του χάρτινη ταινία ή σαν να πρωταγωνιστεί σε ένα βιβλίο κόμικς, ενώ ο Σιλβέστερ Σταλόνε στο «Ράμπο ΙΙ» παρουσιάζεται σαν αναγεννησιακός χαρακτήρας σε βιβλική σκηνή.

Mε τη σαρωτική επικράτηση της φωτογραφίας και των ψηφιακών μέσων στα τέλη του ’80 και στις αρχές του ’90, αποτραβήχτηκε από τον χώρο διακριτικά το 1998, για να αφιερωθεί στη δημιουργία μιας σειράς περίτεχνων πορτρέτων άγριων ζώων της Αφρικής με λαδομπογιές. Σχεδόν συνταξιούχο πια τον βρήκε ο Κουέντιν Ταραντίνο και του ζήτησε όχι να σχεδιάσει μια αφίσα για τη νέα του ταινία («Κάποτε στο Χόλιγουντ», 2019), αλλά μια σειρά αφισών για τις φαντασιακές ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο κεντρικός ήρωάς του, ένας ηθοποιός που υποδύεται ο Λεονάρντο ντι Κάπριο.

Ετσι, με αυτόν τον απρόσμενο τρόπο, λίγο πριν από το τέλος της μακράς πορείας του, η τέχνη του Ρενάτο Καζάρο γνώρισε μια νέα θριαμβευτική αναγνώριση στο παγκόσμιο κοινό. Τον τίμησε και η γενέτειρα πόλη του, Τρεβίζο, στήνοντας το 2021 μια μεγάλη πολυεπίπεδη αναδρομική παρουσίαση του έργου του με τίτλο «L’ultimo uomo che ha dipinto il cinema» («Ο τελευταίος άνθρωπος που ζωγράφισε το σινεμά»). Η ρετροσπεκτίβα, φιλοξενούμενη σε εμβληματικούς χώρους της πόλης, έμεινε ανοιχτή έναν ολόκληρο χρόνο και παρουσίασε σε χιλιάδες επισκέπτες περισσότερα από 300 αυθεντικά έργα.

Πόσες αφίσες να σχεδίασε συνολικά ο «Mιχαήλ Αγγελος των κινηματογραφικών αφισών»; Δεν ήξερε ακριβώς ούτε ο ίδιος, αν και τις είχε υπολογίσει περίπου σε 2.000. Το σίγουρο είναι πως στον ιστότοπό του casaro-renato-art.com (όπου αποκαλεί την τέχνη του ζωγραφική του κινηματογράφου) μπορεί κανείς να απολαύσει πλήθος από ακυκλοφόρητα έργα και δοκιμαστικά σχέδια, ανάμεσά τους και ένα αριστουργηματικό προσχέδιο για το «Βαρομετρικό χαμηλό» του 1993, όπου δεν φιγουράρει ηρωικά ο Σιλβέστερ Σταλόνε (όπως κάνει στην επίσημη αφίσα), αλλά ένα χέρι που γραπώνεται αγωνιωδώς από ένα τεντωμένο σχοινί στο κενό, πάνω από έναν ορίζοντα κοφτερών βουνοκορφών.

Η χρήση του φωτός και των συμβόλων στο συγκεκριμένο έργο είναι συγκλονιστική και υπηρετεί ένα στόχο που ήταν κεντρικός στα έργα του: να μην απεικονίσει την κορύφωση της δράσης, αλλά τη στιγμή ακριβώς πριν από αυτήν. Πίστευε ότι η πραγματική δύναμη μιας εικόνας δεν βρίσκεται στην ίδια την έκρηξη, τον πυροβολισμό ή τη γροθιά, αλλά στην ένταση και στην προσμονή που προηγούνται. Οπως είχε πει ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, «δεν είναι η έκρηξη τρομακτική, αλλά η προσμονή της».

Στο ευρύ κοινό, πάντως, το έργο του έγινε κυρίως συνώνυμο με τις ταινίες δράσης του ’80 και τους χρυσούς πρωταγωνιστές τους. Η ικανότητά του να διεισδύει στην ψυχολογία εκείνων των πληθωρικών χαρακτήρων ήταν τέτοια, που ο ίδιος ο Σταλόνε είχε πει ότι, θαυμάζοντας το επικό πορτρέτο το οποίο είχε φιλοτεχνήσει για το «Ράμπο ΙΙ», είχε καταφέρει να «μπει μέσα στην ψυχή του». «Το Χόλιγουντ έχασε ένα θρύλο», έγραψε ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ στο Χ.

«Ο Ντε Λαουρέντις τον ανακάλυψε όταν το όνομά του το ήξεραν μόνο οι μπόντι μπίλντερ», είχε δηλώσει από την πλευρά του ο Ρενάτο Καζάρο για τον πρώην κυβερνήτη της Καλιφόρνιας. «Οταν πήγα στα γυρίσματα στην Ισπανία, κατάλαβα αμέσως ότι θα ήταν ο τέλειος Κόναν και ότι θα έκανε μεγάλη καριέρα. Ηταν ο ιδανικός άνθρωπος για να ζωγραφίσεις. Είχε μια σκληρή έκφραση. Το πρόσωπό του ήταν σαν γλυπτό. Ηταν πραγματική απόλαυση για μένα – πάντα είχα αδυναμία στους ήρωες».



Source link

Σχετικές δημοσιεύσεις