Φόρτωση Text-to-Speech…
Το ραντεβού για τη συνέντευξη με τον Μανώλη Μητσιά είχε δοθεί μία ημέρα μετά την Όμορφη Πόλη στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη. Φτάνει στον Βάρσο της Κηφισιάς χαμογελαστός, ευγενής με όλους. Συνειδητοποιώ ότι γνωρίζει τους περισσότερους υπαλλήλους από το προσωπικό του ζαχαροπλαστείου, δεν παρατηρεί όμως τα βλέμματα των θαμώνων που σηκώνονται από τις εφημερίδες και τα laptop και τον κοιτάζουν ενώ εκείνος περπατά. Ήσασταν πάντα αμήχανος με την αγάπη του κοινού; τον ρωτάω. «Δεν έχω παράπονο, με έχει αγαπήσει ο κόσμος. Οι εκδηλώσεις θαυμασμού ήταν πολλές, από γράμματα και αγκαλιές μέχρι σταυρούς έβγαζαν και μου πρόσφεραν. Εύχομαι να έχω υπάρξει άξιος αυτής της στήριξης», λέει κάπως ντροπαλά, με το ήθος ενός ανθρώπου που διστάζει να μιλήσει με υπερβολές για τον εαυτό του.
Μου μιλάει για το εικονοστάσι με τους δικούς του «αγίους», αυτούς του ελληνικού τραγουδιού, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Δήμο Μούτση, τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Χρήστο Λεοντή, τον Άκη Πάνου (τραγούδια του οποίου θα ερμηνεύσει τις επόμενες μέρες), τον Νίκο Γκάτσο, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Ηλία Ανδριόπουλο, θυμάται ιστορίες από το ξεκίνημά του, μου τραγουδάει «σου είπαν ψέματα πολλά» όταν μου περιγράφει το συναίσθημα της πρώτης του συνάντησης με τον Μίκη. Ανακαλεί με γέλια την ατμόσφαιρα διαδήλωσης που επικρατούσε έξω από την μπουάτ «107» της Θεσσαλονίκης, μου περιγράφει πώς τον πήρε τηλέφωνο ξαφνικά ο Γκάτσος και του έδωσε ραντεβού σε ένα καφενείο στην Κυψέλη για να τον γνωρίσει ο άρτι αφιχθείς από την Αμερική Μάνος Χατζιδάκις, και την ίδια στιγμή ψάχνει στο κινητό του το Δεν ήσουν έρωτας, ένα νέο τραγούδι που ηχογράφησε σε μουσική και στίχους του ανιψιού του, Ηλία Στέφα.
Ποιος από την οικογένεια ή το κοντινό περιβάλλον σάς έσπρωξε στο τραγούδι;
Κανένας. Κατάγομαι από τα Δουμπιά Χαλκιδικής, ένα συντηρητικό χωριό, όπου οι τραγουδιστές δεν τύχαιναν ιδιαίτερης εκτίμησης – εκτός από τους δημοτικούς που εμφανίζονταν στα πανηγύρια και τους θαυμάζαμε όλοι. Εγώ όμως τραγουδούσα από πολύ μικρό παιδί. Ο πατέρας μου είχε καφενείο, και εκεί βρέθηκα κοντά στους μεγάλους δημοτικούς τραγουδιστές της περιοχής. Έψαλλα επίσης από παιδί, γεννήθηκα μέσα στο Άγιο Βήμα που λένε. Η μητέρα μου τραγουδούσε και αυτή πολύ όμορφα, η μουσική ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς μου.
Θυμάστε κάποιο τραγούδι που αγαπούσατε ως παιδί;
Είχα μάθει από μικρός τον Ντούλα, ένα δύσκολο επιτραπέζιο μακεδονίτικο τραγούδι, που το αγαπούσαν οι ντόπιοι. Μου το ζητούσε συχνά ο πατέρας μου όταν πηγαίναμε στο χωράφι: «Πες το, βρε Μανώλη, να περάσει η ώρα».

Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μίκη Θεοδωράκη. (Φωτογραφία: ΙΝΤΙΜΕ/Δημήτρης Βλάχος)
Πώς ξεκίνησε η επαγγελματική σας διαδρομή;
Δεν περίμενα ότι θα ασχοληθώ με το τραγούδι. Ενώ σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη, γράφτηκα στη χορωδία της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδας – μαέστρος ήταν ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Η λέσχη δεν είχε μόνο τραγούδι· είχε κινηματογράφο, ζωγραφική, ποίηση, μουσική. Κάναμε συναυλίες, και εγώ ήμουν εκεί, βλέποντας τις ορχήστρες και μαθαίνοντας. Ε, αυτό δεν κράτησε πολύ, τη χορωδία την έκλεισε η χούντα και εγώ βρέθηκα κατηγορούμενος για την υπόθεση Χαλκίδη, ενός φοιτητή που κυνηγούσαν και σκότωσαν οι χουντικοί. Έμεινα τρεισήμισι μήνες στο Γεντί Κουλέ. Με την αποφυλάκισή μου βρέθηκα με δύο φίλους μουσικούς και αποφασίσαμε να παίξουμε στο πίσω μέρος ενός ζαχαροπλαστείου, έτσι, για να βγάλουμε τα τσιγάρα μας. Ο ιδιοκτήτης του ζαχαροπλαστείου που ήταν δίπλα στον κινηματογράφο Ναβαρίνο μάς διέθετε τον χώρο δωρεάν. «Άχρηστο είναι, παίξτε ό,τι θέλετε», μας είπε. Την πρώτη μέρα βγήκαν οι πελάτες του ζαχαροπλαστείου και αναρωτιόντουσαν από πού ακούγονται τα τραγούδια. Την επόμενη μέρα σχηματίστηκε ουρά στον δρόμο, που μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Έπειτα, ήρθε η πρόσκληση για την μπουάτ «107», τη μοναδική της Θεσσαλονίκης, που την είχαν στήσει οι φοιτητές του Πολυτεχνείου. Ήταν και ο Λουκιανός Κηλαηδόνης τότε πάνω, από εκεί πέρασε όλο το Νέο Κύμα: ο Νίκος Χουλιαράς, ο Νότης Μαυρουδής, ο Γιώργος Ζωγράφος, η Πόπη Αστεριάδη.
Στην Αθήνα πότε κατεβήκατε;
Ερχόταν ο Κουγιουμτζής και με τσίγκλαγε, πάμε στην Αθήνα να κάνουμε καριέρα, μου έλεγε, αλλά εγώ φοβόμουν. «Άσε, ρε Σταύρο, θα το δούμε αργότερα». Ντρεπόμουν και τα παιδιά που παίζαμε μαζί στη Θεσσαλονίκη. Μια φορά όμως κατέβηκα για να δω την Ελένη Ροδά που έπαιζε με τον Τσιτσάνη. Είμαι στα καμαρίνια μαζί της, μου δίνει μια σπρωξιά και βγαίνω στη σκηνή. Τα έχασα, στην πλάτη μου ο Τσιτσάνης. Ούτε που θυμάμαι ποιο τραγούδι είπα. Από κάτω όμως ήταν ο Δήμος Μούτσης, τον είχε ειδοποιήσει η Ελένη να έρθει να με γνωρίσει. Δώσαμε ραντεβού να συναντηθούμε, κάναμε πρόβες.
Έτσι προέκυψε η Ελευσίνα;
Ο Μούτσης με συμβούλεψε να μείνω στην Αθήνα, τότε στην Columbia, που ήταν η μεγαλύτερη εταιρεία, έπρεπε να πάρεις τη σειρά σου. Ο Δήμος με έβαλε σε ένα ιστορικό μαγαζί στην Κυψέλη, για να βγάλω το μεροκάματο, να περάσουν οι μήνες. Άρχιζε όμως δύο μετά τα μεσάνυχτα και τελείωνε δέκα το πρωί. Κάθισα μία εβδομάδα και μετά γύρισα στη Θεσσαλονίκη. Ανέβηκε ξανά η Μπέλλου στη Θεσσαλονίκη και με τράβηξε κάτω. «Άκου, πιτσιρίκο», μου είπε, «έρχεσαι μαζί μου στην Αθήνα, σε απάγω». Και πήγαμε μαζί στις Τζιτζιφιές, λαϊκό μαγαζί. Έμεινα έναν μήνα, δεν άντεχα. Της είπα: «Σωτηρία, θα φύγω». Πήγα πάλι στην Πλάκα σε μπουάτ, εκεί ειδωθήκαμε ξανά με τον Δήμο, πήγαμε στο στούντιο για ένα τραγούδι καινούργιο, την Ελευσίνα. Το ηχογράφησα, αλλά δεν είχα συνέχεια σε κάποιον χώρο γιατί με πήραν φαντάρο ξαφνικά. Είχα απογοητευτεί, σκεφτόμουν πάει το τραγούδι. Ένα μεσημέρι στην Κόρινθο ακούω από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου τη φωνή μου. Έπαιζε η Ελευσίνα. Μου έπεσε η καραβάνα από το χέρι.
«“Άκου, πιτσιρίκο”, μου είπε η Μπέλλου, “έρχεσαι μαζί μου στην Αθήνα, σε απάγω”. Και πήγαμε μαζί στις Τζιτζιφιές, λαϊκό μαγαζί. Έμεινα έναν μήνα, δεν άντεχα».
Υπήρξαν στιγμές που αμφιβάλλατε για τις δυνατότητές σας;
Όχι, ποτέ. Πίστευα στον εαυτό μου, αλλά ήθελα και τη γνώμη σημαντικών ανθρώπων. Το καλοκαίρι του 1968 αποφάσισα να δω τον Μίκη Θεοδωράκη στο Βραχάτι, μαζί με την Ελένη Ροδά και τη Ρένα Κουμιώτη. Ο Μίκης με άκουσε, πρέπει να του έκανα εντύπωση, και μου είπε να πάρω τα τραγούδια του και να τα πάω στο εξωτερικό. Εγώ όμως δεν είχα διαβατήριο να φύγω από τη χώρα.
Ποιοι άνθρωποι σας επηρέασαν;
Ο Νίκος Γκάτσος ήταν ο σημαντικότερος άνθρωπος που συνάντησα στη διαδρομή μου. Έχω πει εκατό τραγούδια δικά του. Θα επικαλεστώ τη φράση του Ξαρχάκου, το τραγούδι χωρίζεται στην προ και στη μετά Γκάτσο εποχή. Φύσει σοφός και γενναιόδωρος, μου έδειξε πατρική στοργή. Κατ’ αρχάς, με καλοδέχτηκε στο τραπέζι του Φλόκα, όπου μαζευόταν τότε όλη η διανόηση. Και εκεί οι συζητήσεις σε πλούτιζαν, από τα πιο ασήμαντα, τα πειράγματα στον Χατζιδάκι, για παράδειγμα, έως τα πιο σοβαρά. Ό,τι αμφιβολία είχα τον έπαιρνα στο τηλέφωνο, ακόμα και ποδόσφαιρο βλέπαμε διά τηλεφώνου. Τον συμβουλευόμουν και πάντα αποκρινόταν το ίδιο, «εσύ ξέρεις, Μανώλη». Ποτέ δεν έκανε τον έξυπνο, αλλά από τη ροή της κουβέντας σε έκανε να αισθανθείς ποιο ήταν το σωστό.
Ποιο τραγούδι σάς ζητάνε κάθε φορά;
Τον Γιάννη τον φονιά. Όταν πήγα στο στούντιο να το ηχογραφήσω, πέρασα από «θεωρία». Τότε δούλευα σε λαϊκά μαγαζιά. Μαθημένος από αυτή την ατμόσφαιρα, μπήκα μέσα ορμητικά να το πω. Ο Μάνος με διόρθωσε. Μου το τραγούδησε. «Υπάρχει μια συνωμοσία εδώ», μου εξηγούσε, «πρέπει να την αποτυπώσεις τραγουδιστικά».
Οι πρόβες με τον Μίκη Θεοδωράκη πώς ήταν;
Συγκλονιστικές· σου έδειχνε πώς να πεις ένα τραγούδι, χωρίς να σε πιέζει, αλλά με απόλυτη κατεύθυνση. Θυμάμαι όταν του είπα ένα τραγούδι της Λίνας Νικολακοπούλου στην «Πολιτεία Γ», συγκινήθηκε τόσο που έβαλε τα κλάματα στο στούντιο και του σκούπιζα τα δάκρυα μαζί με τη γυναίκα μου και τη Λίνα. Αυτά ήταν τα «βραβεία» ή τα επαινετικά λόγια που έλεγε για μένα για το Άξιον Εστί όταν κάναμε τις συναυλίες στην Αμερική.
Σας διεκδικούσαν και οι δύο, Μίκης και Μάνος. Υπήρχε περίπτωση να παρεξηγηθούν μεταξύ τους για μια συνεργασία;
Ήταν οι καλύτεροι φίλοι, γνωρίζονταν από την εποχή του ΕΑΜ, αυτά που λένε είναι παραμύθια. Όταν πέθανε ο Μάνος, ο Μίκης έτρεξε στον Ευαγγελισμό. Ζήτησε να τον δει, μπήκε στο νεκροτομείο μόνος του. Βγήκε κλαμένος. Και είπε: «Σήμερα πέθανε ο πιο έξυπνος Έλληνας».

Μιλήστε μου και για τον Άκη Πάνου.
Ο Άκης Πάνου ήταν ο πιο σημαντικός λαϊκός συνθέτης μετά τον Τσιτσάνη, έγραφε τραγούδια και στίχους μοναδικούς, έκανε μεγάλες επιτυχίες όπως το Τρελός, που τραγουδήθηκε σε όλο τον κόσμο, ή τον Παρόντα που ηχογραφήσαμε το 1977. Έκανε λαϊκά τραγούδια, όχι ρεμπέτικα. Είναι σε μια θέση μόνος του.
«Όταν πέθανε ο Μάνος, ο Μίκης έτρεξε στον Ευαγγελισμό. Ζήτησε να τον δει, μπήκε στο νεκροτομείο μόνος του. Βγήκε κλαμένος».
Και η Μπέλλου, όμως, κινούνταν σε ένα δικό της σύμπαν.
Η Μπέλλου για μένα ήταν σχολείο, μου έμαθε πώς τραγουδιέται το ρεμπέτικο, με περηφάνια, όχι μιζέρια. Και την ευχαριστώ, γιατί μια χρονιά άφησε τον Τσιτσάνη και ήρθε μαζί μου στο Zoom. Αρχικά, ήταν διστακτική. «Τι, θα αφήσω τον γέρο μου;» μου έλεγε. «Αν με αγαπάς, θα με ακολουθήσεις, εγώ κατέβηκα από τη Θεσσαλονίκη για σένα», της απαντούσα. Εκείνη τη χρονιά σαρώσαμε, η νεολαία την αποθέωνε κάθε βράδυ. Κάναμε δύο τρεις παραστάσεις την ημέρα, μέχρι και η Βουγιουκλάκη είχε καθίσει στην ουρά μέσα στη βροχή για να μας δει.
Έχω διαβάσει πως τα γράμματα στις θαυμάστριες τα απαντούσε η γυναίκα σας.
Όχι όλα. Κάποια ναι, γιατί εγώ δεν προλάβαινα, με ρωτούσε όμως, ήταν συγκινητική διαδικασία τα γράμματα. Ένα καλοκαίρι στην Αρχόντισσα ερχόταν και ο Αλέκος Φασιανός και σκάρωνε στο περιθώριο της σελίδας και ένα ανθρωπάκι.
Τι θα λέγατε στον νεαρό Μανώλη, τον φοιτητή, αν μπορούσατε να τον συναντήσετε; Τι λάθη θα προλαβαίνατε;
Θα του έλεγα να μην είναι τόσο αγαθός στις σχέσεις του με συναδέλφους. Πάντα ο καθένας έχει την αγωνία πώς θα πετύχει, αυτά δεν τα διέκρινα τότε. Θα διόρθωνα λίγο τον χαρακτήρα μου, θα γινόμουν λίγο πιο αυστηρός.
Θα αλλάζατε τη σχέση σας με τα χρήματα;
Δεν ξέρω. Υπήρχαν χρονιές που είχα τρομερή επιτυχία και δεν πήρα ούτε μία δραχμή, γιατί μου έλεγαν «την άλλη εβδομάδα, την άλλη εβδομάδα», και στο τέλος ήταν «έλα τώρα, τελείωσε». Από την άλλη, θυμάμαι που συζητούσα με τον Γκάτσο και τον ρωτούσα τι να κάνω. «Να πάω στη Νεράιδα και να τραγουδάω τη Μικρή Ραλλού;»
Τελικά κατεβήκατε στην παραλία.
Δύο φορές, στα Δειλινά και στη Φαντασία. Πήγα όμως με άλλη σκέψη, υπήρχε μια πρόταση. Στα Δειλινά εμφανίστηκα το 1978 μαζί με τον Χάρρυ Κλυν, τον Μητροπάνο, την Τσανακλίδου, τη Βίσση που τότε ξεκινούσε. Πήγαμε και κάναμε επανάσταση: ανθρώπινες ώρες, ανθρώπινες τιμές. Δέκα και μισή κάναμε έναρξη μπουζουκιών. Δεν υπήρχαν τότε αυτά, χίλιοι μέσα χίλιοι έξω, κάθε βράδυ.
Υπάρχει κάποιος δίσκος που απορρίψατε και το μετανιώσατε;
Αυτό που με πόνεσε πολύ και συνεχίζει να με πονάει είναι ότι όταν ο Δήμος Μούτσης έφυγε από την Columbia και πήγε στην Polygram, είχε γράψει τον Άγιο Φεβρουάριο για μένα. Θυμάμαι μάλιστα μια νύχτα, την πρώτη χρονιά που δουλεύαμε στο Zoom, μόλις τελείωσε το πρόγραμμα, ο Δήμος κάθισε στο πιάνο και μου λέει: «Άκου, αυτά τα τραγούδια τα έχω γράψει για σένα, σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου». Τα είχα κάνει πρόβα, πήγαινα στο στούντιο κανονικά, αλλά η εταιρεία δεν μας άφηνε να προχωρήσουμε. Ο Μούτσης ερχόταν και μου έλεγε: «Τρία χρόνια περιμένω, δεν μπορώ πια!». Και τελικά το έδωσε στον Δημήτρη Μητροπάνο. Ο Δημήτρης το ερμήνευσε υπέροχα και εγώ το αγάπησα πάρα πολύ. Οι εταιρείες καμιά φορά παίζουν άσχημα παιχνίδια, από την άλλη φαντάζουν ως το αναγκαίο κακό, και τώρα που δεν υπάρχουν, είναι καλύτερα τα πράγματα για το τραγούδι;

Τι μουσική ακούτε; Ξεχωρίζετε φωνές;
Ακούω τα πάντα, ακούω και αυτά που ακούν τα εγγόνια μου. Είναι χαρά να είσαι μαζί τους, να μαθαίνεις πώς σκέφτονται οι νέοι, πώς εκφράζονται. Από φωνές, ξεχώριζα πάντα αυτήν του Μανώλη Λιδάκη. Μου άρεσε πολύ και ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Παντελής Θαλασσινός, ο Ορφέας Περίδης αλλά και οι Κατσιμιχαίοι, που υπήρξαν σταθμός για το ελληνικό τραγούδι. Είναι όλοι ταλαντούχοι τραγουδοποιοί, αλλά λείπουν οι μεγάλοι δημιουργοί, όπως ήταν ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μούτσης. Ο τελευταίος, νομίζω, που έμεινε μετά τον Μικρούτσικο, είναι ο Σταμάτης Κραουνάκης. Σήμερα λείπει ένα μεγάλο έργο που θα το αναδείξει κάποιος. Ο τελευταίος που έφυγε ήταν ο Θάνος, και μετά, ποιος θα το πει; Πού θα το γράψουν; Ποιος θα το χρηματοδοτήσει; Ποιος θα το βγάλει; Χρειάζεται να υπάρχει εταιρεία που να στηρίζει το έργο. Κοιτάξτε, ακόμα και το Άξιον Εστί στην αρχή ούτε χίλιους δίσκους δεν πούλησε, αλλά υπήρχε στήριξη, πίστη και όραμα.
«Τα παιδιά σήμερα έχουν άλλα ενδιαφέροντα και ακούν διαφορετικά τραγούδια από εμάς. Δεν γίνεται να επιβάλλουμε τη δική μας άποψη ή το προσωπικό μας γούστο».
Σκέφτομαι ότι τα εγγόνια σας μπορεί να σας έχουν μιλήσει και για τον ΛΕΞ.
Δεν κρίνω κανέναν καλλιτέχνη. Την Άννα (σ.σ. Βίσση) τη συγχαίρω για την επιτυχία της. Το είδος αυτό που έχει επιλέξει το υπηρετεί σωστά και με αφοσίωση. Από εκεί και πέρα, κάθε γενιά έχει τη μουσική της. Και εγώ, όταν πήγα στο χωριό μου το 1963, στο καφενείο του πατέρα μου, και έπαιξα τη Γειτονιά των Αγγέλων του Θεοδωράκη, οι συγχωριανοί μου έμειναν άφωνοι. «Τι είναι αυτά;» με ρωτούσαν. Δεν καταλάβαιναν, δεν μπορούσαν να συλλάβουν την καινοτομία και την ατμόσφαιρα που έφερνε η μουσική του Μίκη. Έχω πει και άλλες φορές πως, αν έρθει ένα νέο τραγούδι, όπως ήταν το Πάρτι ή το Ποτέ, με χαρά να το πω. Αλλά δεν θέλω να εκβιάζω τα πράγματα. Τα παιδιά σήμερα έχουν άλλα ενδιαφέροντα και ακούν διαφορετικά τραγούδια από εμάς. Δεν γίνεται να επιβάλλουμε τη δική μας άποψη ή το προσωπικό μας γούστο. Η κοινωνία αλλάζει συνεχώς και πρέπει να συμφιλιωθούμε με αυτή την αλλαγή. Όταν επιμένουμε να μείνουμε ενεργοί με κάθε κόστος, δείχνουμε έναν κακό εγωισμό. Αντίθετα, πρέπει να κάνουμε χώρο για να έρθουν οι νέοι, να τους αφήσουμε να δημιουργήσουν και να εξελιχθούμε μαζί τους ως κοινωνία.
*Ο Μανώλης Μητσιάς θα εμφανιστεί στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στο αφιέρωμα στον Άκη Πάνου μαζί με τον Σωκράτη Μάλαμα, την Ιουλία Καραπατάκη και την Ασπασία Στρατηγού. Στις 9 Οκτωβρίου. Εισιτήρια: more.com, Public, Ταμεία του Φεστιβάλ Αθηνών