Δεν είμαι αρκετά ανήθικος για να προβάλλομαι σαν …προοδευτικός! Είμαι, όμως, απέραντα κατανοητικός. Μετά τους σεισμούς που έπληξαν προ ετών την Αθήνα, δύναται κανείς να λέει ό,τι θέλει. Ακόμη και σοβαρά πράγματα! Ή να προσδιορίζεται σαν προοδευτικός, εκσυγχρονιστής, ακόμη και αριστερός, ενώ τρέφεται -και συχνά καλοτρέφεται- από τον μουχλιασμένο κρατικό οργανισμό, στον όποιο προσθέτει τη δική του μούχλα.
Βέβαια στη νεώτερη εποχή στην Ελλάδα ισχύει το αποδιδόμενο στον Τσαρούχη, πως είναι κανείς ό,τι δηλώσει. Αρκεί να έχει την ικανότητα ώστε την κενολογία ή την κενοστομία να την πλασάρει σαν καινολογία ή καινοστομία. Το μυστικό της επιτυχίας στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δεκαετίες έγκειται στο να λες «μπαγιάτικα» πράγματα με καινούργιες λέξεις -συχνά απροσδιορίστου νοήματος. Ο κίνδυνος ήταν εμφανής από πολύ ενωρίς, γι’ αυτό από το 1971 στα “Μαθήματα Εκθέσεων” που είχα εκδώσει, προειδοποιούσα τους μαθητές πως η νεολεξία είναι μορφή φρενοβλαβείας. Τότε επικρατούσε το γραμματικά εσφαλμένο «κατεστημένο». Έπειτα, όμως, από τις αλλεπάλληλες εκπαιδευτικές απορρυθμίσεις η γλώσσα μας μολύνθηκε από τόσο πολλούς λεκτικούς βακίλλους, ώστε να μη μιλάμε πλέον για γλώσσα, και μάλιστα Ελληνική, αλλά για βάκηλον.
Η λέξη βάκηλος μπορεί να μας έρχεται από την αρχαία ελληνική αλλ’ έχει ξενική καταγωγή (bacelus) και καθόλου τιμητική σημασία. Σήμαινε τον ευνούχο υπηρέτη της Κυβέλης και, κατά συνεκδοχήν, τον θηλυδρία (=θηλυπρεπή), τον αισχρό, ακόμη και τον ηλίθιο. Σήμερα η ελληνική, ως βάκηλος, είναι μία ερμαφρόδιτη γλώσσα, αισχρή και χυδαία κατά την εκφορά, βλακώδης κατά τα νοήματα, ακατάλληλη για υψηλά διανοήματα. Διότι, αν εκφραστείς σε γλώσσα υψηλά διανοητική, ελάχιστο είναι το κοινό -ιδίως των κάτω των 45 ετών- που είναι ικανό να σε ακούσει, να σε διαβάσει και να σε αντιληφθεί. Γι’ αυτό έπεσε τόσο χαμηλά το γλωσσικό επίπεδο του Τύπου -έντυπου και ραδιοτηλεοπτικού-, της λογοτεχνίας, του δοκιμίου και του επιστημονικού λόγου. Πολλοί μάλιστα αξιόλογοι επιστήμονες, που έχουν κάτι σοβαρό να πουν, συγγράφουν τα έργα τους στην αγγλική. Που έχει γίνει, όπως το ζήτησε προ ετών κάποια πολιτικός, η επίσημη γλώσσα μας.
Σήμερα όλοι οι επώνυμοι στην πατρίδα μας έχουν γίνει γλωσσοπλάστες χάρη στη νομιμοποίηση της γλωσσοκτονίας. Συχνά πολλοί μου τηλεφωνούν και με ερωτούν, τι ήθελε να πει ο τάδε πολιτικός με την τάδε λέξη. Όταν είμαι εμπερίστατος απαντώ κοφτά και βιαστικά: «Δεν ήθελε να πει τίποτε, γιατί δεν είχε τίποτε να πει και γι’ αυτό εκφράστηκε με έναν τιποτένιο λόγο».
Η λεκτική ευτέλεια έχει κατακλύσει τα κανάλια μας που αυτά πρωτίστως «μορφώνουν» γλωσσικά το λαό μας. Και χρησιμοποιώ επί τούτου τη λέξη «κανάλι» κι όχι δίαυλος, διότι αν λάβω υπ’ όψη μου τα κανάλια της Βενετίας, ενυπάρχει σ’ αυτό πολύς βούρκος. Και βόρβορος. Γράψαμε προ καιρού για την τηλεοπτική τρομοκρατία. Καιρός να ασχοληθούμε με την τηλεοπτική γλωσσοπάθεια. Ο λεγόμενος «εξυπνακισμός» που έχει υποκαταστήσει τη σάτιρα και το χιούμορ, εφαρμόζει μια γλωσσοκαταστροφική πολιτική. Έτσι νομίζει κάθε μορφονιός, που έχει θράσος πολύ κι ελάχιστο «νιονιό», πως έγινε Πωλ Νορ, επειδή του επιτρέπεται να εξαρθρώνει τη γλώσσα, να την περικόπτει, να αφαιρεί άρθρα, συνδέσμους, προθέσεις, να δημιουργεί γραμματική «ακαταλαβισμού», να χρησιμοποιεί αρλούμπες του συρμού, να ασχημονεί, να χυδαιολογεί, επειδή (έτσι του έχουν πει) παράγει γέλιο. Και ασφαλώς είναι πολλοί που γελούν, αλλ’ ίσως είναι περισσότεροι αυτοί που κλαίνε. Γιατί με αυτά που ακούνε ή διαβάζουν νιώθουν πως ξεφτιλίζεται η γλώσσα μας σε όλες τις εκφράσεις της, ακόμη και στην αργκό. Κι όταν ξεφτιλίζεται η γλώσσα, ξεφτιλίζεται και ο λαός. Χάνει τη σύστασή του. Τι είμαστε σήμερα; Δεν θα το πω εγώ, το έχει πει ο Πωλ Νορ:
«Υπήρξαν διαφόρων ειδών Έλληνες,
προέλληνες, μεθέλληνες, πανέλληνες,
υπερέλληνες, φιλέλληνες, μισέλληνες,
ανθέλληνες, ακέλληνες, υφέλληνες,
εξέλληνες -νυν και ex- συνέλληνες,
νικέλληνες, ντενεκεδέλληνες,
αλλά ποτέ τέτοιοι ξ ε φ τ έ λ λ η ν ε ς…!».
Δεν λέω, υπήρξαν όλα αυτά, ίσως και χειρότερα. Αλλά πάντα υπήρχε μια «μαγιά» από δουλευτές Έλληνες που κάλυπταν όσα κενά δημιουργούσαν οι …κλεφτέλληνες.
Εστία, 25/06/2010