Το μακρινό 1992, βρέθηκα παιδάκι στην Αμερική, με την Προεδρική Φρουρά

Το μακρινό 1992, βρέθηκα παιδάκι στην Αμερική, με την Προεδρική Φρουρά, ανάμεσα σε μεγάλες λεωφόρους, μπέρμπον, τεράστια αεροδρόμια, λιμουζίνες και ουρανοξύστες, να φοράω φουστανέλα και να αντιπροσωπεύω μαζί με άλλα 27 παιδάκια την Ελλάδα.
Παρέλασα στις 25 Μαρτίου στην 5η Λεωφόρο, πήγα σε πόλεις, σε “χωριά”, σε Ελληνικά σχολεία και εκκλησίες, παρέλασα και χόρεψα, στάθηκα “κολώνα” και γιόρτασα, πολλές φορές με τον στανιό. Γνώρισα, μεγάλους και μικρούς, διάσημους και απλούς πολίτες, που το μοναδικό που ήθελαν, ήταν μια “τζούρα” από την μακρινή πατρίδα, που τόσο εξιδανικευμένη, την είχαν στο μυαλό τους .
Είδα πράγματα, που δεν θα τα ξεχάσω ποτέ και που τότε στα μάτια ενός παιδιού από την επαρχία, φαινόταν καταπληκτικά, εξωπραγματικά.
Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος, της πατρίδας ή της θρησκείας, κάθε άλλο, “άγριο άλογο” ήμουν, όμως εκεί στην μακρινή Αμερική, πήρα ένα μάθημα, για το τι σημαίνει σεβασμός και αγάπη. Κατάλαβα, γιατί πρέπει, θέλουμε ή όχι, να κατανοούμε την ανάγκη του συνανθρώπου μας, για κάτι μεγαλύτερο, ανώτερο….
Ένα πρωί ξυπνήσαμε, χωριστήκαμε σε ομάδες των δύο και διασκορπιστήκαμε σε διάφορα σημεία, για την Κυριακάτικη λειτουργία, να αποδώσουμε φόρο τιμής με την παρουσία μας, στους ομογενείς και στην ημέρα, μια μέρα σα κι αυτή 29 χρόνια πριν.
Βρέθηκα, να καθόμαστε απέναντι και “κλαρίνο”, ανάμεσα σε καντήλια και ψαλμωδίες, με το “ζεύγος”, σε μια εκκλησία στο Tarpon Springs, ένα Ελληνικότατο χωριό στην Φλόριντα, που το ίδρυσαν σφουγγαράδες το 1880.
Περνούσε η ώρα και το σώμα από την ακινησία μούδιαζε, τα πόδια μυρμήγκιαζαν, η μέση πονούσε, τα χέρια πάγωναν. Ρίχνω μια έντονη ματιά, απέναντι και δίνω σήμα στο “ζευγάρι” μου, ότι δεν αντέχω άλλο, πρέπει να φύγουμε κι εκεί που είμαστε έτοιμοι, με τον τρόπο μας να αποχωρίσουμε, ακούω ένα ρυθμικό “γκάπ γκάπ γκάπ”, από τον διάδρομο.
Γυρίζω το μάτι μου αριστερά και βλέπω έναν ιδιαίτερα ηλικιωμένο άνθρωπο, να κρατιέται σε ένα “πι”, να έχει έντονο τρέμουλο και αστάθεια. Μια γιαγιά να τον βοηθάει και να κάνει έναν πραγματικό αγώνα να μας πλησιάσει, κάθε βήμα και ένας μικρός άθλος, με πόνο και αγωνία…
Μετά από μερικά λεπτά, που μου φάνηκαν αιώνας, αισθάνθηκα το σώμα του παππού, να ακουμπάει το πόδι μου. Κοιτάζω προς τα κάτω και τον είδα να έχει πιάσει την φουστανέλα μου και ανάμεσα από λυγμούς και δάκρυα, να την φιλάει… Να κλάψω δεν μπορούσα, αλλά έτρεξαν δάκρυα στο πρόσωπό μου, μάλλον ανακατεύτηκαν, κάτω στο κρύο μάρμαρο με τα δικά του.
Γυρίζω στο ζευγάρι μου, που επίσης κοιτάζει συγκινημένο την σκηνή και του λέω με τα μάτια, “μην τολμήσεις να κουνηθείς, εδώ θα μείνουμε”.
Εκεί μείναμε, πραγματικά, ακούνητοι, παγωμένοι, μέχρι να τελειώσει η λειτουργία. Όλοι οι πόνοι, όλες οι ενοχλήσεις, όλα τα μουδιάσματα, δεν μας ενοχλούσαν πια, εξαφανίστηκαν. Μείναμε ακίνητοι, όπως έπρεπε, όπως ήταν το καθήκον μας και ας μην είχαμε κάποιον, να μας ελέγξει, να μας κάνει παρατήρηση. Μείναμε ακίνητοι, γιατί το θέλαμε, για να αποδώσουμε τιμή σε αυτόν τον άνθρωπο, για να του δώσουμε μια χαρά που χρειάζονταν. Αυτό που μπορούσαμε….
Οι επαναστάσεις, μικρές ή μεγάλες, το καθήκον η αυτοθυσία, ποτέ δεν αφορούσε το κράτος, πάντα αφορούσε την Πατρίδα. Ποτέ δεν αφορούσαν τους Πρωθυπουργούς, τους Υπουργούς, τους Προέδρους και τους παρατρεχάμενους, αλλά τον συνάνθρωπο, τον δίπλα. Ποτέ δεν αφορούσαν αυτούς που τελικά, έβγαιναν κερδισμένοι, αλλά τους χαμένους, τους ματωμένους, τους πεινασμένους, τους “κολασμένους”, τους αδικημένους. Ποτέ δεν αφορούσε τις φιέστες και τις παρελάσεις και τους επισήμους και τις ρεκλάμες, αλλά τους τόπους της θυσίας, τους τόπους της σφαγής, της αυτοθυσίας του ανθρώπου, για τον άνθρωπο, για τον συνάνθρωπο…
Ας το θυμόμαστε αυτό και ας το τιμήσουμε… Αυτό και μόνο αυτό!

Από το f-Γιάννης Σιδεράκης

Σχετικές δημοσιεύσεις