ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ … Η ΜΟΝΗ ΣΕΛΤΣΟΥ – ΜΙΑ ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΗ “ΟΔΥΣΣΕΙΑ”.

“Ταύτης τοι γενεής τε και αίματος εύχομαι είναι”.
Όταν τραγουδάς την ΙΣΤΟΡΙΑ της πατρίδας σου, δεν τη ζεις απλά, αλλά τη βιώνεις και παράλληλα γίνεσαι και πληρέστερος και ολοκληρωμένος και πραγματικός άνθρωπος. Με το σημερινό μας Ανάγνωσμα, δίνοντας συνέχεια στη Σουλιώτικη Οδύσσεια, θα κάνουμε μια επίσκεψη στα Άγραφα και συγκεκριμένα στη Μονή Σέλτσου. Εδώ εγκαταστάθηκε μετά τη συνθηκολόγηση με τον Αλή Πασά, ο Κίτσος Μπότσαρης με 1148 Σουλιώτικες ψυχές (22-12-1803). Στις αρχές Γενάρη του 1804 ο Αλή Πασάς παρασπονδώντας έστειλε ισχυρές δυνάμεις και πολιόρκησε το μοναστήρι. Η πολιορκία αυτή κράτησε μέχρι τον Απρίλη, ώσπου οι Αλβανοί πέτυχαν με προδοσία να κυριέψουν το μοναστήρι και να κατασφάξουν όλους τους Σουλιώτες εκτός από 80 άνδρες και δύο γυναίκες που διασώθηκαν μαζί με τον αρχηγό. Η δεκαπεντάχρονη κόρη του Αρχηγού, η Λένω, προτίμησε να πέσει στο ποτάμι και να πνιγεί παρά να πέσει στα χέρια του εχθρού και αυτόν τον ηρωικό θάνατο η Ηπειρώτικη λαΐκή Μούσα δεν τον άφησε παραπονεμένο, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
” Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι”.
Η λαϊκή μας Μούσα, όπως βλέπουμε, αρχινάει το τραγούδι της με έναν τρόπο αργό, στατικό και με αβέβαιη κατεύθυνση, υποδηλώνοντας μ΄ αυτόν τον τρόπο κάτι το τραγικό και το δυσοίωνο για την αγέρωχη λεβεντιά της γυναικείας Σουλιώτικης ράτσας. Τούτο αισθητοποιείται με την απουσία της ρηματικής έκφρασης και με τη λέξη Κακοσούλι.
“όλες την Άρτα πέρασαν, στα Γιάννινα τις πάνε”.
Με το δεύτερο στίχο αισθητοποιείται κατά τρόπο οδυνηρό και ξαφνικό η τραγική μετάπτωσή της από το αγέρωχο και λεβέντικο (από το πέρασαν), στην απώλεια της λευτεριάς της ( τις πάνε). Από υποκείμενο, γίνεται αντικείμενο. Η μνεία στην πρωτεύουσα του Αλή, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την απώλεια αυτή. Εδώ η Μούσα μας ταυτίζει την ταπεινωμένη περηφάνια με τη βαθιά θλίψη και οδύνη. Αυτή τη θλίψη και τη συμπόνια της μας την αισθητοποιεί με τον τρίτο στίχο:
“Σκλαβώθηκαν οι αρφανές σκλαβώθηκαν οι μαύρες”..
Τούτο το πετυχαίνει με τα επίθετα ( ορφανές, μαύρες) και με τη γεμάτη άλγος επανάληψη του ρήματος και μάλιστα σε παθητική φωνή (σκλαβώθηκαν , σκλαβώθηκαν ), ένας απαρηγόρητος θρήνος που λες ότι δεν θέλει να το πιστέψει με τίποτε. Ένας στίχος που μοιρολογεί συνταιριάζοντας την αίσθηση της λεβεντιάς με την αίσθηση της ταπείνωσης!.
” κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα”.
Από την άδικη τύχη των Σουλιωτισσών και την οδύνη η Ηπειρώτικη Μούσα έρχεται μ΄ αυτόν το στίχο, εντελώς αναπάντεχα, να μας εξάρει την προσωπικότητα μιας 15χρονης κόρης του Κίτσου του Μπότσαρη, της ΛΕΝΩΣ. Η έξαρση αυτή αισθητοποιείται με την αντίθεση (όλες πέρασαν – η Λένω δεν επέρασε …), μεταβάλλοντας τις καπετάνισσες σε ένα είδος τραγικού χορού που αντιδιαστέλλεται με την προσωπικότητα της νεαρής ηρωίδας, της οποίας η ποιότητα απεικονίζεται ξεκάθαρα και ολοκληρωμένα με τον επόμενο στίχο.
” Μόν΄ πήρε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια”.
Ένας στίχος λεπτολόγος, ουσιαστικός και αξιόλογος και πάνω απ΄ όλα δοξαστικός. Τούτο μας το επιβεβαιώνει η διάζευξη (μόν΄ πήρε … που αντιπαρατίθεται με το δεν την επήραν σκλάβα.). Εδώ, βλέπουμε τη βούληση μιας 15χρονης Σουλιώτισσας να υποτάσσεται και να πραγματοποιεί ένα σκοπό μιας προσωπικής επιλογής με περίσσεια τόλμη και αποφασιστικότητα., μια ισχυρή βούληση που της είχε δημιουργηθεί και διαμορφωθεί από τις επιδράσεις μιας αντικειμενικής Σουλιώτικης πραγματικότητας που ταύτιζε την πραγματική ζωή με την ελευθερία. Η Σουλιώτισσα δεν αντέχει το ζυγό, δεν σκλαβώνεται και δεν υποτάσσεται στον εχθρό, δεν γίνεται αντικείμενο, αλλά υποκείμενο, θέλει η ίδια σαν άτομο και πλάσμα ενεργό ν΄ αποφασίζει η ίδια για τον εαυτό της. Τούτο μας το αισθητοποιεί η λαϊκή μας Μούσα με τους τετελεσμένους χαρακτήρες των αορίστων: δεν επέρασε, πήρε … , αφενός και αφετέρου με την ανοδική αλληλουχία: δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια. Εδώ, βλέπουμε τη μορφή της νεαρής Σουλιώτισσας σ΄ ένα πανοραμικό πλάνο ν΄ ανηφορίζει προς τις κορφές προβαλλόμενη στο γαλάζιο φόντο του ουρανού, περπατώντας από κορφοβούνι σε κορφοβούνι με τη δική της θέληση, περιβαλλόμενο συνάμα το ανάστημά της από το δοξαστικό πλαίσιο των αιθέρων και με έναν οπλισμό που απεικονίζει ταυτόχρονα και το χαρακτήρα της:
“Σέρνει τουφέκι σισανέ κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο”.
Τα όπλα της τα ιερά: τουφέκι, κουμπούρια και σπαθί, αυτές οι απρόσιτες θεότητες του πολέμου και της αντίστασης, της ερημιάς δοσμένες και του χαμού, συντροφεύουν ως προέκταση το Σουλιώτικο χέρα, ένα χέρι που είναι προέκταση της Σουλιώτικης ψυχής, μια ψυχή που είναι ποτισμένη και μπολιασμένη με το πνεύμα της αντίστασης και της ελευθερίας δεν υποδουλώνεται εύκολα, γιατί, απλούστατα, προτιμάει τον ένδοξο θάνατο από την άτιμη ζωή. Εδώ ακριβώς τελειώνει το συμπονετικό και οδυνηρό τραγούδι της Ηπειρώτικης Μούσας για την αιχμαλωσία των Σουλιωτισσών από τη μια και την αντίσταση της Λένως από την άλλη που πήρε δίπλα τα βουνά μοναχή αλλά οπλισμένη και από το σημείο αυτό αρχίζει το δραματικό μέρος του ποιήματος.
“Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε τσοχανταραίοι”.
Πέντε επίλεκτοι Τούρκοι στρατιώτες κυνηγούν μια 15χρονη Σουλιώτισσα. Η αντίθεση αυτή μιλάει από μόνη της δίνοντας μια μοναδική πνευματικότητα στην εικόνα και παράλληλα προκαλεί και το συναίσθημα του φόβου. Αλλά, το συναίσθημα τούτο δεν έχει σχέση με τη Σουλιώτικη ψυχή.
” Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φυσέκια στην ποδιά και βόλια στις μπαλάσκες”.
Η παραίνεση της Λένως κρύβει μια βαθύτερη αλήθεια, γνήσια Σουλιώτικη, αποφασιστική και δραματική που αισθητοποιείται με τις επαναλήψεις : μην, μην και φυσέκια, βόλια, θυμίζοντάς μας παράλληλα και τη στάση της Δέσπως στον πύργο του Δημουλά.
” Κόρη, για ρίξε τ΄ άρματα, γλύτωσε τη ζωή σου”.
Η παραίνεση των Τσοχανταραίων προσβλητική και υπεροπτική που χτυπάει την πιο ευαίσθητη συναισθηματική χορδή της ζωής, αυτή την ίδια τη ζωή επιτείνοντας κατά κάποιο τρόπο τη δραματική ροή του τραγουδιού και με το πρωθύστερο η Μούσα μας προετοιμάζει βιαστικά και με ξεχωριστή ζωηρότητα να δούμε την κορύφωση της δοξαστικής απεικόνισης της Λένως.
“Τι λέτε, μώρ΄ παλιότουρκοι και σεις παλιοζαγάρια;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα χέρια”.
Επίλογος δραματικός, που απεικονίζει κατά τρόπο παραστατικό την ανθρώπινη ποιότητα της Λένως, την εξύμνηση μιας οικογενειακής ηρωικής συμπεριφοράς, την παρασιώπηση του θανάτου και τούτο για να προβληθεί κατά τρόπο ακέραιο το στοιχείο της αθανασίας και όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο για τη Σουλιώτικη ράτσα, το τίμημα της αθανασίας είναι πάντα ο θάνατος, αφενός και αφετέρου ο επίλογος αυτός εκφράζει κατά τρόπο έμμεσο και μια γοερή διαμαρτυρία για τις παρασπονδίες του Αλή και των παλιότουρκων με τον περιφρονηματικό χαρακτηρισμό (παλιοζαγάρια : ανάξια μαντρόσκυλα).
“Εν κατακλείδι”, κι αυτό το τραγούδι είναι ένα αριστούργημα της Ηπειρώτικης Μούσας με λόγο κρουστό, κυριολεκτικό και αδρό, λιτό και πυκνό, που εκπέμπει πολλά και αξιόλογα μηνύματα όπως την ανθρώπινη ποιότητα της ηρωίδας, τη συμπόνια για τους σκλαβωμένους, την αντίσταση, την ανεξαρτησία του πνεύματος και πάνω απ΄ όλα την Αγάπη για την Ελευθερία. Θέλω να πιστεύω ότι όποιος επικοινωνεί πραγματικά με το τραγούδι αυτό οικειώνεται και βιώνει στην κυριολεξία τα μηνύματα αυτά και συνάμα νιώθει πληρέστερος ως ΗΠΕΙΡΩΤΗΣ, ιδιαιτέρως σήμερα όσον ποτέ άλλοτε τα μηνύματα αυτά και συγκεκριμένα ο Έλληνας, ο φιλόπατρις, ο ανδρείος, ο αντιστασιακός και ο οικονομικά ελεύθερος αναμετρά και πρέπει να αναμετρά τις ευθύνες του και να παρακολουθεί με ξεχωριστή ετοιμότητα τις απαιτήσεις και τις σκευωρίες των ” φίλων μας”, των δανειστών που εξυφαίνονται σε βάρος της πατρίδας μας. Όσοι χαλκεύουν δεινά και νέες περιπέτειες για την πατρίδα μας θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι προκλήσεις αυτές δεν θα περάσουν. Τούτο το εγγυάται η ιστορία μας και η παράδοσή μας. Σήμερα θα φανεί αν είμαστε λαός προσηλωμένος στις παραδόσεις μας. Θέλω να πιστεύω ότι το παράδειγμα της Λένως και της Δέσπως, δηλ., η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, αποτελεί μια παρακαταθήκη και είμαστε υποχρεωμένοι να μην την προδώσουμε γιατί είμαστε λαός που προτιμάει το θάνατο και όχι τη σκλαβιά και την άτιμη ζωή. Στη Μονή Σέλτσου για της πατρίδας την πίστη και για την ελευθερία, από τις 1148 Σουλιώτικες ψυχές οι 1066 προσυπέγραψαν το περίφημο: <<Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον έστιν η πατρίς και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ΄ ανθρώποις τοις νουν έχουσιν>>. Όμως, οι 82 εκείνες ψυχές που επέζησαν, θέλω να πιστεύω ότι άφησαν “μαγιά και η μαγιά αυτή”, όταν το καλέσει η στιγμή, είμαι σίγουρος ότι θα εκτελέσει το καθήκον της στο ακέραιον και παράλληλα θα δικαιώσει και τον Οράτιο που έλεγε ότι: ” είναι γλυκό και ευγενικό το να πεθάνει κανείς για την πατρίδα”. Αυτή η γλυκιά ευγένεια είναι και σήμερα βαθιά ριζωμένη στην πλειοψηφία του Ελληνικού λαού και αυτό ας το γνωρίζουν καλά εκείνοι που θέλουν να μας πάνε στις “Βρυξέλλες” … ντόπιοι και μη και ακόμη ας έχουν υπόψη τους επιπλέον και τούτο: ότι οι Έλληνες στο δίλημμα: Οικονομία ή Άνθρωπος, ψηφίζουν τον Άνθρωπο!.
Μια βαθιά υπόκλιση , προσευχή και στοχασμό στα θύματα αυτού του ολοκαυτώματος!!! Να, φίλες και φίλοι,τίνος απόγονοι είμαστε και όποιος γνωρίζει τούτο, φρονώ ότι έχει το δικαίωμα του λοιπού να φωνάζει: Από τέτοια γενιά και από τέτοιο αίμα καυχιέμαι ότι είμαι …

Σχετικές δημοσιεύσεις