Ψηφίστηκε με τις ψήφους της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ η διάταξη που δεν επιτρέπει την ανακήρυξη εγκληματικών οργανώσεων ως κομμάτων που μετέχουν στις εθνικές εκλογές. Η ρύθμιση αυτή ψηφίστηκε γιατί η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ αντιλήφθηκαν ότι σε ζητήματα ύψιστης εθνικής ευθύνης πρέπει να παραμερίζονται και διαφορές και διαφορετικές οπτικές και πάντως σίγουρα σκοπιμότητες.
Η ρύθμιση δεν ήλθε ούτε ξαφνικά, ούτε σε νομικό κενό, αλλά ως επιστέγασμα μιας συνολικής μακρόχρονης προσπάθειας της Πολιτείας να διασφαλίσει και να εγγυηθεί τη Δημοκρατία. Στόχος της νέας διάταξης είναι να θέσει τις προϋποθέσεις, ώστε εγκληματικές οργανώσεις να μην ανακηρύσσονται από τον ‘Άρειο Πάγο ως κόμματα και να μη συμμετέχουν στις εκλογές με το μανδύα πολιτικού κόμματος. Η διάταξη σε καμιά περίπτωση δεν εισέρχεται σε κυνήγι αναζήτησης και κρίσης της ιδεολογίας των κομμάτων, πράγμα που απάδει προς τα πολιτικά μας ήθη και την παράδοσή μας.
Η Δημοκρατία όμως, παρότι πολίτευμα ανοχής και ελευθερίας, δεν πρέπει να είναι θεσμικά αφελής. Η αφέλεια και η έλλειψη προνοητικότητας έχουμε διδαχθεί και από το πρόσφατο παρελθόν ότι πληρώνονται πολύ ακριβά στην παγκόσμια πολιτική ιστορία. Η Δημοκρατία δεν είναι Πολίτευμα άνευ προϋποθέσεων, από τη φύση της και την ιστορία της, και αυτό οφείλουν να το συνειδητοποιήσουν όλοι. Ως Κυβέρνηση αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε την ιστορική, πολιτική και θεσμική συνείδηση να προστατεύσουμε το Πολίτευμά μας: συνταγματικά και αποτελεσματικά. Και αυτό κάνουμε.
Ενώ η Κυβέρνηση, από τον περασμένο Νοέμβριο, ενημέρωσε τα κόμματα για την κατάρτιση της τροπολογίας, επιδιώκοντας τη μέγιστη δυνατή συναίνεση, ο ΣΥΡΙΖΑ επέμενε να θέτει προσχήματα, επέμενε να κατασκευάζει λόγους και να ανακαλύπτει αιτίες προκειμένου να είναι απών και από αυτή τη μεγάλη θεσμική στιγμή. Τα όσα ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε, θα άνοιγαν την κερκόπορτα για τον αποκλεισμό και άλλων κομμάτων και την ανακήρυξη της διάταξης ως αντισυνταγματική. Θα οδηγούσαν, δηλαδή, στον κίνδυνο που ισχυριζόταν ότι ήθελε να αποτρέψει. Επιπλέον, εάν υιοθετείτο μια τέτοια πρόταση, τότε η ρύθμιση είναι βέβαιο ότι θα κρινόταν αντισυνταγματική, θα κατέπεφτε αμέσως και θα είχαμε την κάθοδο στις εκλογές τέτοιων μορφωμάτων με συνταγματική βούλα. Κάτι που θα είχε οδυνηρές συνέπειες. Ύστερα από περίπου 3 μήνες, μόλις χθες ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στη Βουλή και κατέθεσε την πρότασή του. Από μόνο του αυτό αποδεικνύει τη σκοπιμότητα και την έλλειψη βούλησης για ουσιαστική συναίνεση και αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η Κυβέρνηση έδειξε από την πρώτη στιγμή συναινετική διάθεση και ήταν ανοιχτή -όπως έμπρακτα το απέδειξε- στην υιοθέτηση δημιουργικών προτάσεων από την Αντιπολίτευση και στην υιοθέτηση προτάσεων και από την Επιστημονική Επιτροπή της Βουλής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, απαιτούσε την αποσύνδεση της διάταξης από το άρθρο 29 του Συντάγματος για τη συνολικότερη δράση του κόμματος. Αξίωση την οποία απέρριψε ο Υπουργός Εσωτερικών, τονίζοντας ότι η σύνδεση αυτή ήταν απαραίτητη για τη συνταγματική θωράκιση της διάταξης.
Με όσα υποστήριξαν κατά τη διάρκεια της συζήτησης ο κ. Τσίπρας και οι βουλευτές του κόμματός του, αλλά και με την απόφασή τους να μην ψηφίσουν τελικά τη ρύθμιση απέδειξαν ότι δεν ήθελαν να γίνει κανένα βήμα, απέδειξαν ουσιαστικά ότι δεν ήθελαν καμία ρύθμιση που να κόβει πραγματικά, αποτελεσματικά και ουσιαστικά το δρόμο προς τη Βουλή εγκληματικών οργανώσεων.