Τρόποι μείωσης του επιχειρηματικού ρίσκου

Στέφανος Κοτζαμάνης
Οικονομολόγος, Δημοσιογράφος

Το σύνολο των παραγόντων της αγοράς μιλά για ένα τρέχον οικονομικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από έντονες προκλήσεις και αβεβαιότητες. Εξελίξεις όπως η εκτίναξη του κόστους στα καύσιμα, στις πρώτες ύλες και τα ναύλα, ή ακόμη η ανοδική τάση των επιτοκίων και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα προκαλούν έντονους πονοκεφάλους στα στελέχη των επιχειρήσεων, τα οποία αναζητούν τρόπους περιορισμού του κινδύνου που αντιμετωπίζουν.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι που χωρίς να συνάγονται κάποιο -άμεσο τουλάχιστον- κόστος μπορούν να αντισταθμίσουν, ή έστω να μετριάσουν έναν κίνδυνο προς όφελος της σταθερότητας μιας εταιρείας (φυσική αντιστάθμιση κινδύνου, Natural Hedging).

Ας πάρουμε για παράδειγμα το ρίσκο από τη μεταβολή των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Σε περίπτωση που μια εξαγωγική εταιρεία εξάγει προϊόντα στις ΗΠΑ, ή σε άλλες χώρες με ρήτρα του αμερικανικού νομίσματος, τότε μπορεί να δανείζεται ένα τμήμα των υποχρεώσεών της σε δολάρια.

Έτσι, σε περίπτωση ανόδου του δολαρίου, θα κερδίσει από την αύξηση των πωλήσεών της, αλλά θα υποχρεωθεί σε ζημιά από συναλλαγματική ισοτιμία στο μέτωπο του δανείου της. Αντίθετα, αν το ευρώ ανατιμηθεί έναντι του αμερικανικού νομίσματος, θα υποστεί απώλειες σε ότι αφορά τον κύκλο εργασιών της (σε όρους ευρώ), αλλά θα επιτύχει θετική συναλλαγματική διαφορά στο μέτωπο του δανεισμού της.

Αν αντίθετα, η εταιρεία είναι εισαγωγική, τότε θα μπορούσε να έχει ένα τμήμα των διαθεσίμων της και του χρηματοοικονομικού της χαρτοφυλακίου (π.χ. έντονα γραμμάτια, repos) στο αντίστοιχο ξένο νόμισμα. Τότε, σε περίπτωση ανόδου του δολαρίου, θα δει το κόστος πωληθέντων της εταιρείας να ανεβαίνει, αλλά θα καρπωθεί όφελος από την αποτίμηση των διαθεσίμων και του χαρτοφυλακίου της. Αντίθετα, αν το ευρώ ανατιμηθεί έναντι του αμερικανικού νομίσματος, θα δει το κόστος πωληθέντων της να συρρικνώνεται σε όρους ευρώ, αλλά θα υποτιμηθεί το ύψος των διαθεσίμων και του χρηματοοικονομικού της χαρτοφυλακίου.

Ένας κλασικός τρόπος διαχείρισης κινδύνου για μια εταιρεία είναι η διαφοροποίηση των δραστηριοτήτων, των προϊόντων, των αγορών και των γεωγραφιών. Για παράδειγμα, μια εταιρεία μπορεί να παράγει και να διαθέτει περισσότερα του ενός προϊόντα που απευθύνονται: α) Στην ίδια αγορά (π.χ. μέσω των super markets, σε πελάτες χαμηλών εισοδημάτων) β) Σε περισσότερες εγχώριες αγορές (απευθύνεται σε διαφορετικά κανάλια διανομής και σε διαφορετικά εισοδηματικά στρώματα) γ) Σε περισσότερες χώρες (για παράδειγμα, ένας μεταλλουργικός Όμιλος ο οποίος παράγει προϊόντα που απευθύνονται σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους, σε ευρεία σειρά ξένων χωρών).

Υπάρχουν επίσης και οι Όμιλοι, που διαθέτουν θυγατρικές κάθε μία εκ των οποίων δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς κλάδους. Αυτό μειώνει δραστικά το ρίσκο, ιδίως αν οι θυγατρικές αυτές δραστηριοποιούνται σε έντονα κυκλικές δραστηριότητες (μεγάλες διακυμάνσεις από έτος σε έτος, ή από τριετία σε τριετία).

Ας πάρουμε το παράδειγμα, ενός Ομίλου που σήμερα δραστηριοποιείται σε τρεις κλάδους και σε δέκα χώρες. Κάποιοι από αυτούς τους κλάδους (π.χ. πληροφορική) δεν έχουν πληγεί από την αύξηση του ενεργειακού κόστους και των πρώτων υλών, ενώ οι άμεσες επιπτώσεις από τον πόλεμο στην Ουκρανία ενδεχομένως να αφορούν ένα περιορισμένο τμήμα των εργασιών του Ομίλου.

Ένας άλλος τρόπος διαχείρισης του κινδύνου είναι η μετατροπή πολλών κατηγοριών κόστους από σταθερές σε μεταβλητές ανάλογα κάθε φορά με το ύψος των δραστηριοτήτων. Μερικές τέτοιες ενδεχόμενες πρακτικές μπορεί να είναι: α) Μίγμα αποδοχών εργαζομένων και στελεχών που συνδυάζει ελάχιστες αμοιβές και διανομή bonuses ανάλογα με το επίπεδο των εργασιών και των στόχων β) Συσχέτιση των εξόδων προώθησης και διαφήμισης με το επίπεδο των πωλήσεων γ) Πολιτικές outsourcing επιμέρους εργασιών και αμοιβή ανάλογα με τον όγκο των δραστηριοτήτων.

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η ύπαρξη ικανοποιητικής ή -ακόμη καλύτερα- πλεονάζουσας ρευστότητας. Μια επιχείρηση με πλεονάζουσα ρευστότητα μπορεί συχνά να αντιμετωπίζει το ζήτημα της μειωμένης αποδοτικότητας επί των ιδίων κεφαλαίων της (ROE, Return On Equity), πλην όμως έχει συνήθως τη δυνατότητα σε περιόδους κρίσεων: α) Να αντέχει σε ζημιογόνα αποτελέσματα για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της β) Να προμηθεύεται εμπορεύματα και πρώτες ύλες έναντι χαμηλότερου κόστους σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις γ) Σε περιόδους με προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, να μπορεί ευκολότερα να προμηθευτεί προϊόντα με αποτέλεσμα να μπορεί να εξυπηρετήσει τους πελάτες και να κερδίζει έτσι μερίδια αγοράς σε βάρος των πλέον αδύναμων ανταγωνιστών της.
Ασφάλιση, hedging, «κλείδωμα» επιτοκίων

Πολύ συχνά ωστόσο, δεν αρκούν οι πολιτικές «φυσικής προστασίας» (Natural Hedging) σε μια επιχείρηση προκειμένου να περιορίσει το επίπεδο του κινδύνου που αντιμετωπίζει.

Υπάρχει για παράδειγμα η ανάγκη της ασφάλισης έναντι μιας σειράς κινδύνων, όπως π.χ. έναντι πυρκαγιάς και φυσικών καταστροφών, ή η ασφάλιση μεταφοράς εμπορευμάτων, ή ακόμη και η ασφάλιση των πιστώσεων, προκειμένου να μην προκύψουν μεγάλες ενδεχόμενες απώλειες από επισφαλείς απαιτήσεις, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων.

Σε μια περίοδο ανόδου των επιτοκίων, πολλές εταιρείες σπεύδουν να «κλειδώσουν» τα επιτόκια για μια σειρά ετών. Άλλες προχωρούν στην έκδοση πενταετών ή επταετών ομολόγων με σταθερό επιτόκιο («κουπόνι») και άλλες καταλήγουν σε ένα επιτόκιο σταθερό για τα επόμενα χρόνια, αλλά αυξημένο σε σχέση με το τρέχον.

Ας δούμε την τελευταία περίπτωση. Ας πάρουμε π.χ. μια επιχείρηση που έχει συνάψει πενταετές δάνειο με επιτόκιο Euribor +3%. Επειδή μέχρι τώρα το τρέχον Euribor εξακολουθεί να είναι αρνητικό, η εταιρεία επιβαρύνεται σήμερα με 3%. Προκειμένου η συγκεκριμένη επιχείρηση να αποφύγει το ρίσκο μιας μεγάλης (ή και πολύ μεγάλης) ανόδου του Euribor κατά τα επόμενα χρόνια, κλειδώνει από σήμερα ένα επιτόκιο που π.χ. ανέρχεται στο 4,5%.

Τέλος, αρκετές παραγωγικές εταιρείες που παράγουν προϊόντα χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη διάφορα commodities, προχωρούν σε αντιστάθμιση κινδύνου μέσω της αγοράς των παραγώγων, προκειμένου τα αποτελέσματά τους να μην επηρεάζονται από τις -κατά καιρούς- έντονες μεταβολές στις τιμές των πρώτων υλών τους.

Σε κάθε περίπτωση, η περισσότερο αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου είναι το επίπεδο της παραγωγικότητας-ανταγωνιστικότητας της ίδιας της εταιρείας και της θέσης που έχει στην αγορά. Μια εταιρεία με ποιοτικά και καινοτόμα προϊόντα συνήθως επιτυγχάνει υψηλότερα περιθώρια κέρδους και μεγαλύτερη πιστότητα πελατών. Άρα, σε περίπτωση μιας αρνητικής συγκυρίας, έχει μεγαλύτερα περιθώρια να μειώσει τις τιμές πώλησης και περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει μερίδια αγοράς έναντι των ανταγωνιστών της.

www.e-forologia.gr

Σχετικές δημοσιεύσεις