τιποτένιος, -α, -ο

που δεν αξίζει τίποτα

⮡ να μην ασχολούμαστε με τιποτένια πράγματα

(για άνθρωπο, υβριστικό)

⮡ είναι τιποτένιος άνθρωπος

Συνώνυμα

άχρηστος
ασήμαντος
Κι
Ουσιαστικό

τιποτένιος αρσενικό (θηλυκό τιποτένια)

(υβριστικό) άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης

Συνώνυμα

σκύβαλο
κνώδαλο
λεχρίτης

Σχετικές δημοσιεύσεις