Μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα απόφαση σχετικά με την επίκληση και προσκόμιση μηνυμάτων SMS εξέδωσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ότι τα μηνύματα SMS δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό σε πολιτική δίκη, διότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος στο απόρρητο της επικοινωνίας.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, κύριος Ιωάννης Ιγγλεζάκης, η παραπάνω απόφαση θεωρεί ότι τα μηνύματα SMS δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικό υλικό σε πολιτική δίκη, διότι αυτό θα είχε ως συνέπεια την παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και του δικαιώματος στο απόρρητο της επικοινωνίας (άρθρα 9 § 1 εδ. β’ και 19 του Συντάγματος), καθώς της διάταξης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ. Σύμφωνα με τον κύριο Ιγγλεζάκη, είναι εξαιρετικά θετικό το ότι το δικαστήριο εφαρμόζει τη διάταξη του άρθρου 4 του π.δ. 47/2005, βάσει της οποίας το περιεχόμενο των μηνυμάτων SMS αποτελούν περιεχόμενο τηλεφωνικής επικοινωνίας και ως τέτοιο, η αποκάλυψή τους προϋποθέτει να έχει γίνει άρση απορρήτου. Θα πρέπει να τονισθεί ότι η απόφαση κατέληξε στην κρίση περί μη αξιοποίησης του εν λόγω αποδεικτικού υλικού, δίχως να έχει προηγηθεί ένσταση ή άλλος ισχυρισμός από έναν από τους διαδίκους, αλλά κρίνει ότι το κύρος των αποδεικτικών μέσων κρίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Αυτό, βεβαίως, ισχυροποιεί έτι περαιτέρω την προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών και τον κανόνα της απαγόρευσης χρήσης παράνομων αποδεικτικών μέσων. Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αποδέκτες του συνταγματικού δικαιώματος του απορρήτου της επικοινωνίας είναι τόσο η κρατική όσο και οι ιδιώτες, καθώς η διακινδύνευσή του μπορεί να προέλθει εξίσου ή και περισσότερο από τους ιδιώτες, ενόψει του ότι οι εταιρίες τηλεπικοινωνιών είναι σήμερα ιδιωτικές. Ζήτημα γεννάται αν το απόρρητο ισχύει και έναντι αυτού προς τον οποίο απευθύνεται ο λόγος, όπως είναι, εν προκειμένω ο παραλήπτης ενός μηνύματος SMS.H νομολογία του Αρείου Πάγου, την οποία δέχεται και επαναλαμβάνει η απόφαση δέχεται ότι “η εν αγνοία ενός των συνομιλητών μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας ενέχει παγίδευσή του και συνεπώς, περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας” και ότι έτσι “ο καθένας θα ζούσε με το καταθλιπτικό συναίσθημα ότι κάθε αστόχαστη ή υπερβολική έκφρασή του στα πλαίσια μιας προφορικής ή ιδιωτικής συζητήσεως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του (βλ. ΑΠ 1/2001 (Ολ.), ΕλλΔνη 2001, 374, ΑΠ 1434 και 1718/2001, ΕλλΔνη 2002, 1646 επ.)Η αντίθετη άποψη που εκφράστηκε στη θεωρία (Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, σελ. 260) και στην παλαιότερη νομολογία (ΑΠ 717/1984, ΤοΣ 1985, 79, ΑΠ 1060/1997, ΝοΒ 1998, 549), θεωρεί ότι ο παραλήπτης της επικοινωνίας δεν δεσμεύεται από την απαγόρευση που τίθεται από το Σύνταγμα, καθώς δεν συντρέχει η θεμελιώδης προϋπόθεση της ιδιωτικότητας της συζήτησης ή συνομιλίας, αλλά μόνο όταν ο ομιλών αναφέρεται σε θέματα του ιδιωτικού βίου του, αντίθετα, ένα υβριστικό ή παραπλανητικό τηλεφώνημα (ή μήνυμα) δεν συνιστά ιδιωτική συζήτηση, στην περίπτωση αυτή και το θύμα έχει δικαίωμα να το καταγράψει και να το χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικό μέσο.Πηγή: informaticslaw.blogspot.gr