Μεγάλο Σάββατο λίγο μετά το χτύπημα της καμπάνας της πρώτης Ανάστασης. Με το ψωμί στο χέρι γυρνώ σπίτι περνώντας από την πλατεία στην περιοχή Τρίγωνο της Άρτας. Ακούω φωνές κλάματα. Όλα από τον ίδιο. Μεγάλος άντρας κλαίει χτυπιέται και βρίζεται. Δεν ξαναγυρνάω εκεί ποτέ…Έλα πάμε σπίτι. Όχι πια εκεί με αυτή και αυτούς εκεί. Να τους πάρει να φύγει…Βηματίζω αργά βλέπω τους ταξιτζήδες να ρίχνουν κλεφτή ματιά. Φεύγω. Τίποτε άλλο σήμερα χαλάστηκα άγρια.
Μεγάλη Παρασκευή στο νεκροταφείο. Άλλη μια φορά πιάνω απροετοίμαστο τον εαυτό μου. Πάλι δεν πήρα μαζί μου τον αναπτήρα. Ρίχνω μια ματιά και κοντά στο μνήμα των γονιών μου είναι μια κυρία. Της ζητάω αν έχει αναπτήρα και φυσικά μες στην τσάντα της είχε τα πάντα. Άναψα το κερί είπα τα νέα στους γονείς μου δάκρυσα.
Πάω τον αναπτήρα στην κυρία την ευχαρίστησα και φεύγοντας μου λέει.
-Ποιους έχεις;
-Τους γονείς μου απαντώ
-Και εγώ. Τυχεροί αυτοί κοιμούνται μαζί εγώ τι να κάνω που και στο μνήμα μόνη θα είμαι.
Δεν απάντησα έφυγα λέγοντας απλά ” αυτά έχει η ζωή ”
Μέχρι να γυρίσω σπίτι με την μηχανή τα λόγια της με τάραξαν. Περάσαμε από την ζωή στο άλλο στάδιο πια στην σκέψη. Τι άλλο να πω. Δυο γεγονότα που είναι στη ζωή μας η αλλαγή. Από την μια στιγμή στην άλλη. Σκέψεις που σε γεμίζουν στεναχώρια. Ο άντρας αυτός έκλαιγε με πόνο.
Στο μπαλκόνι του σπιτιού που σουμπουριάζω τις σκέψεις μου αυτές η άλλη διαδικασία ζωής με λυτρώνει. Η μια κυρά μετά την άλλη έρχονται στο κομμωτήριο δίπλα και φουσκώνουν τα μαλλιά και σε 15 με 20 λεπτά φεύγουν. Η περιποίηση της γυναίκας είναι το κεφάλι απέξω όμως. Το θέλουν όμορφο…θέλουν να κρύβουν το μέσα τους που πολλές το γεμίζουν μίσος κακία αθλιότητα. Καλά κάνουν ξεχνούν για λίγο…έστω και έτσι.