1.Τρόπος Σύναψης: Ο γάμος συνάπτεται μετά την γνωστοποίηση του με αγγελία ή με ιερολογία, με προφορική δήλωση ενώπιον δημάρχου με την παρουσία δύο μαρτύρων, κατόπιν άδειας του δημάρχου. Το σύμφωνο συνάπτεται με συμβολαιογραφική πράξη και για να ισχύει πρέπει να καταχωρηθεί στο ληξιαρχείο.
2.Επώνυμο: Στον γάμο οι σύζυγοι μπορούν να προσθέτουν ληξιαρχικά στο επώνυμό τους το επώνυμο του συζύγου. Το σύμφωνο συμβίωσης δεν μεταβάλλει το επώνυμο των μερών, αν και κάθε μέρος μπορεί να χρησιμοποιεί άτυπα το επώνυμο του συντρόφου του μετά τη συγκατάθεση του τελευταίου.
3.Τεκνοθεσία-επώνυμο παιδιών: Ενώ σύζυγοι έχουν δικαίωμα από κοινού τεκνοθεσίας, για το σύμφωνο συμβίωσης αυτό δεν προβλέπεται ρητά, αλλά μπορεί να υποστηριχθεί ότι εφαρμόζεται κατ’ αναλογία αυτή η διάταξη μαζί με τις άλλες διατάξεις που ισχύουν αναλογικά και διέπουν τις σχέσεις συζύγων. Το επώνυμο των παιδιών που γεννιούνται κατά τη διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης ή μέσα σε 300 ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του, είναι εκείνο που επέλεξαν οι γονείς με κοινή και αμετάκλητη δήλωσή τους, που περιέχεται στο σύμφωνο ή σε μεταγενέστερο συμβολαιογραφικό έγγραφο πριν από τη γέννηση του πρώτου παιδιού.
4.Φορολογικό Δίκαιο: Οι σύζυγοι, κατά τη διάρκεια του γάμου, υποχρεούνται να υποβάλουν κοινή δήλωση για τα εισοδήματά τους στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Κοινή δήλωση μπορούν να υποβάλουν και τα πρόσωπα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης αν και δεν είναι υποχρεωτικό.
5.Κληρονομικό δικαίωμα: Ως προς το κληρονομικό δικαίωμα των μερών του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν τους συζύγους. Κατά την κατάρτιση του συμφώνου το κάθε μέρος μπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα.
6.Λύση: Ο γάμος λύεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Το σύμφωνο λύεται α. με συμβολαιογραφική πράξη, β. με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, εφόσον έχει επιδοθεί προηγουμένως με δικαστικό επιμελητή πρόσκληση για συναινετική λύση στο άλλο μέρος και έχουν παρέλθει τρεις μήνες από την επίδοση, και γ. αυτοδικαίως, αν συναφθεί γάμος μεταξύ των μερών.
7.Ακύρωση: Ο εισαγγελέας μπορεί να ακυρώσει με αγωγή του γάμο για συγκεκριμένους λόγους που προβλέπονται στο νόμο. Το σύμφωνο συμβίωσης μπορεί να το προσβάλλει “αν αντίκειται στη δημόσια τάξη”. Να σημειωθεί ότι δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης α) αν υπάρχει γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερόμενων προσώπων ή του ενός από αυτά, β) μεταξύ συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριόριστα και εκ πλαγίου μέχρι και τον τέταρτο βαθμό, καθώς και μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα, και γ) μεταξύ εκείνου που υιοθέτησε και αυτού που υιοθετήθηκε. Για τη σύναψη συμφώνου συμβίωσης, τέλος, απαιτείται ΠΛΗΡΗΣ δικαιοπρακτική ικανότητα, κάτι που δεν ισχύει για τον γάμο.
8.Διατροφή: Για τη διατροφή μετά τη λύση του συμφώνου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη διατροφή μετά το διαζύγιο, εκτός αν τα μέρη παραιτηθούν από το σχετικό δικαίωμα κατά την κατάρτιση του συμφώνου.
9.Αναγνώριση στην ΕΕ: Η καταχωρισμένη συμβίωση με τη μορφή του συμφώνου επιτρέπει σε δύο άτομα που ζουν μαζί ως ζευγάρι να δηλώσουν τη σχέση τους στην αρμόδια δημόσια αρχή της χώρας διαμονής τους μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα περιουσιακά δικαιώματα και το δικαίωμα διατροφής, τα οποία ισχύουν για άτομα που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης όμως δεν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Συνεπώς, τα δικαιώματα που έχει ένα ζευγάρι σε μια χώρα βάσει του συμφώνου συμβίωσης μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά σε μια άλλη.
10.Το δικαίωμα ασφαλιστικής κάλυψης ή συνταξιοδότησης λόγω θανάτου του έτερου συμβαλλομένου και ασφαλισμένου μέρους: ;Eχει επικρατήσει στην ασφαλιστική νομοθεσία η πρακτική να μην γίνονται δεκτές αιτήσεις ασφαλιστικής κάλυψης ή συνταξιοδότησης από άτομα τα οποία είναι τα πρόσωπα με το οποίο συζούν οι άμεσα ασφαλισμένοι σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης και με τα οποία ο άμεσα ασφαλισμένος έχει συνάψει το άνω σύμφωνο «ελεύθερης συμβίωσης».Η καθιέρωση της πρακτικής αυτής έχει στηριχτεί στο άρθρο 33 του Α.Ν. 1846/1951 το οποίο καθορίζει την έννοια των συζύγων και το οποίο δέχεται μόνο αυτήν την έννοια κατά την οποία σύζυγοι θεωρούνται όσοι έχουν συνάψει νόμιμο γάμο μεταξύ τους, ενώ στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με την υπ’ αριθμόν 258/2010 γνωμοδότησή του αφού κατά γενική αρχή του κοινωνικοασφαλιστικού δικαίου, οι διατάξεις οι οποίες περιέχουν ασφαλιστικό προνόμιο πρέπει να ερμηνεύονται στενά, δηλαδή να μην καλύπτουν με την ερμηνεία τους περισσότερες περιπτώσεις από αυτές που ο νόμος καθαρά ορίζει (ΣτΕ 2033/90, ΣτΕ 2035/1990, ΣτΕ 4888/1988).