Σε σχετικά πρόσφατη ομιλία του, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς ξεκαθάρισε με απλά λόγια τον ρόλο που καλούνται να διαδραματίσουν οι τράπεζες στην ελληνική οικονομία μέσα στα επόμενα χρόνια. Επιγραμματικά, λοιπόν, ο CEO της Εθνικής ανέφερε:
Βιώσιμη ανάπτυξη για την Ελλάδα σημαίνει ετήσια αύξηση του Α.Ε.Π. κοντά στο 2%-3%, αλλά με φιλικό προς το περιβάλλον και κοινωνικά δίκαιο τρόπο.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει οι ετήσιες επενδύσεις από τα 27 δισ. ευρώ να αυξηθούν στα 35-40 δισ. τουλάχιστον, με το μεγαλύτερο τμήμα αυτών να εστιάζεται στη λεγόμενη πράσινη μετάβαση.
Από το πολύ μεγάλο αυτό ποσό, περίπου το μισό θα προέλθει από ίδια κεφάλαια, το 25% από άμεσες ξένες και δημόσιες επενδύσεις και το υπόλοιπο 25% από τις τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων και των δανειακών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, εύκολο είναι κάποιος να αντιληφθεί τις προτεραιότητες των τραπεζών και το γιατί ο δανεισμός προς τα νοικοκυριά θα συνεχίσει να παίζει δευτερεύοντα ρόλο γι’ αυτές. Άλλωστε, με τα τρέχοντα επιτόκια να βρίσκονται στα ύψη, πολύ λίγα αιτήματα στεγαστικών δανείων υποβάλλονται στα εγχώρια χρηματοπιστωτική ιδρύματα, ενώ και η καταναλωτική πίστη κινείται σε περίπου σταθερά επίπεδα, ξεκινώντας, φυσικά, από πολύ χαμηλή βάση μετά τα όσα συνέβησαν κατά την προηγούμενη δεκαετία. Να μην ξεχνάμε, επίσης, ότι, ένα αξιοσημείωτο ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ζητήματα με ανεξόφλητες υποχρεώσεις προς τράπεζες, funds, Ελληνικό Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, οπότε μια νέα τραπεζική τους δανειοδότηση είναι στις πλείστες των περιπτώσεων ουσιαστικά αδύνατη, τουλάχιστον για το ορατό μέλλον.
Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες θα επιδιώξουν να παίξουν τον ρόλο του χρηματοδότη στις δρομολογούμενες επενδύσεις της ελληνικής οικονομίας, όχι μόνο γιατί -καλώς ή κακώς- θεωρούνται περισσότερο ασφαλείς από πλευράς αποπληρωμής τους, αλλά επίσης γιατί μπορούν να τονώσουν περαιτέρω την παραγωγικότητα της οικονομίας και έτσι να προσφέρουν δευτερογενείς θετικές επιδράσεις και στις ίδιες τις τράπεζες. Ειδικότερα, οι τράπεζες έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν να «χτίσουν» μια υγιή χορηγητική βάση, η οποία θα τους εξασφαλίζει υψηλά έσοδα από τόκους σε μακροπρόθεσμη βάση, ιδίως μετά από μια περίοδο δεκαπέντε ετών κατά την οποία:
α) Οι νέες χορηγήσεις ήταν πολύ περιορισμένες (αρνητική πιστωτική επέκταση) και
β) μεγάλο τμήμα των δανειοδοτήσεων πέρασε στα χέρια των funds, με αποτέλεσμα τη μείωση του ενεργητικού των εγχώριων χρηματοπιστωτικών Ομίλων.
Πλεόνασμα ρευστότητας
Στα όπλα των τραπεζών, οι οποίες έχουν αφήσει πίσω τους τα προβλήματα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, συγκαταλέγεται και η υψηλή ρευστότητά τους. Ο δείκτης των χορηγήσεων προς τις καταθέσεις υπολείπεται σήμερα του 60% για τις τράπεζες (στην Ευρώπη υπερβαίνει το 100%, τα στοιχεία του πίνακα περιλαμβάνουν το σύνολο των δανείων και όχι μόνο των τραπεζικών), την ώρα που οι καταθέσεις αυξάνονται. Η ρευστότητα μάλιστα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αν οι ίδιες οι τράπεζες δεν έστρεφαν τους πελάτες τους σε Ομολογιακά Αμοιβαία Κεφάλαια και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα, προκειμένου να εισπράξουν προμήθειες διαχείρισης. Μόνο κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο, οι τραπεζικές καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν περίπου κατά περισσότερο από πέντε δισ. ευρώ, ενώ άλλα 2,5 δισ. τοποθετήθηκαν σε Αμοιβαία Κεφάλαια συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας. Πέραν αυτών, οι ίδιες οι τράπεζες καλούν τους πελάτες τους και μεσολαβούν προκειμένου να τοποθετηθούν στα -ανταγωνιστικά των προθεσμιακών καταθέσεων- Έντοκα Γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου.
Οι τράπεζες αποβλέπουν στο να αυξήσουν σε μεγάλο βαθμό τις χορηγήσεις τους, προκειμένου να δημιουργήσουν μια μακροπρόθεσμη πηγή εσόδων και κερδοφορίας, στο βαθμό που τα δάνεια θα δοθούν προσεκτικά και με βάση τις αρχές της «βιώσιμης χρηματοδότησης». Γνωρίζουν καλά ότι, οι τρέχουσες κερδοφορίες τους μπορεί να είναι υψηλές, αλλά όχι απαραίτητα διατηρήσιμες, στο βαθμό που τα επιτοκιακά περιθώρια (άνοιγμα μεταξύ μέσου επιτοκίου χορηγήσεων και καταθέσεων) έχουν φτάσει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και μάλλον από το 2024 θα αρχίσουν να αποκλιμακώνονται. Ως αντίβαρο σε μια τέτοια κίνηση, θα επιδιώξουν την αύξηση των χορηγήσεών τους. Στο βαθμό που θα το πετύχουν, οι αναλυτές πιστεύουν πως οι κερδοφορίες τους θα μπορούσαν να αυξηθούν περαιτέρω κατά τα επόμενα τρία χρόνια.
Τέλος, πέρα από τις τραπεζικές χορηγήσεις, χρηματοδότηση στις επιχειρήσεις μπορεί να προκύψει και μέσα από την έκδοση κοινών ομολογιακών δανείων μέσα από το Χρηματιστήριο της Αθήνας, με ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις να κάνουν χρήση και του συγκεκριμένου εργαλείου.
Χορηγήσεις και καταθέσεις τραπεζών
Καταθέσεις
Καταθέσεις
Σύνολο
Σύνολο
χορηγήσεις/
Έτος
νοικοκυριών
επιχειρήσεων
χορηγήσεων
καταθέσεις
2003
101
25
126
100
79,4%
2004
111
26
137
114
83,2%
2005
129
31
160
139
86,9%
2006
141
34
175
169
96,6%
2007
158
40
198
212
107,1%
2008
185
42
227
256
112,8%
2009
197
41
238
271
113,9%
2010
174
36
210
272
129,5%
2011
145
29
174
243
139,7%
2012
135
26
161
217
134,8%
2013
135
28
163
230
141,1%
2014
134
26
160
225
140,6%
2015
102
21
123
222
180,5%
2016
101
21
122
216
177,0%
2017
104
22
126
200
158,7%
2018
110
25
135
180
133,3%
2019
117
26
143
169
118,2%
2020
126
37
163
157
96,3%
2021
135
45
180
144
80,0%
2022
141
47
188
152
80,9%
2023
143
46
189
148
78,3%
Τα ποσά σε δισ. ευρώ