Τα οικονομικά του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης βρίσκονται σήμερα σε μια «δύσκολη ισορροπία». «Ισορροπία», γιατί οι ετήσιοι προϋπολογισμοί τηρούνται και η χώρα παράγει κατά τα τελευταία χρόνια επαρκή πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα. «Δύσκολη» ισορροπία, γιατί η χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης από τον Προϋπολογισμό είναι αναλογικά σαφώς υψηλότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, γεγονός που έχει πολλές φορές επισημανθεί από διεθνείς οίκους και οργανισμούς.
Στο ερώτημα για το αν το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα είναι βιώσιμο, η απάντηση δεν διαφέρει από αυτή που θα δίδονταν για το συνταξιοδοτικό σύστημα οποιασδήποτε άλλης χώρας: Εξαρτάται από μια σειρά παραμέτρων που θα εξελιχθούν στο μέλλον και δεν μπορούν να προβλεφθούν με απόλυτη ασφάλεια.
Αναμφίβολα, ένας ιδιαίτερα αρνητικός παράγοντας είναι το δημογραφικό ζήτημα και όπως όλα δείχνουν η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους θα μειώνεται (επιδεινώνεται) χρόνο με το χρόνο. Από την άλλη πλευρά, όσο περισσότερο αυξάνεται το Α.Ε.Π., όσο περιορίζεται η ανεργία και δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και όσο περισσότεροι συνταξιούχοι συνεχίζουν να εργάζονται, τόσο βαθύτερες ανάσες παίρνει το σύστημα της κοινωνικής μας ασφάλισης.
Για τους λόγους αυτούς, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, η Πολιτεία καλείται να επανεξετάζει την κατάσταση και -στο βαθμό που θα απαιτείται- να τροποποιεί βασικούς όρους του συστήματος, όπως π.χ. τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης, κ.λπ..
Η επόμενη αναθεώρηση είναι προγραμματισμένη να γίνει μετά το έτος 2027 και ήδη έχουν αρχίσει οι συζητήσεις για το αν θα πρέπει να ανεβούν τα συνταξιοδοτικά όρια των 62 (με σαράντα χρόνια ενσήμων) και των 67 ετών, για το αν θα συνεχιστεί η δυνατότητα εξαγοράς ετών για μια σειρά από λόγους, κ.λπ.. Βάση αυτών των συζητήσεων αποτελεί ο μεγάλος αριθμός των ατόμων που αιτείται συνταξιοδότηση κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα ο αριθμός των νέων συνταξιούχων να υπερβαίνει τον αριθμό των θανάτων και άρα να πιέζονται τα οικονομικά του συστήματος. Για παράδειγμα, κατά την πενταετία 2020-2024 υποβλήθηκαν αθροιστικά 990 χιλιάδες αιτήσεις συνταξιοδότησης και εκτιμάται ότι την περίοδο αυτή ο αριθμός των συνταξιούχων (αν αφαιρεθούν και οι θάνατοι της τετραετίας) αυξήθηκε περίπου κατά 350.000 άτομα! Η τάση αυτή δεν αναμένεται να ανακοπεί κατά τα επόμενα χρόνια.
Μείωση συντάξεων
Πέρα, όμως, από την ενδεχόμενη αύξηση των ορίων ηλικίας, ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που λαμβάνει χώρα είναι η μείωση του ύψους των καταβαλλόμενων συντάξεων. Ειδικότερα, παρά το γεγονός ότι οι συνταξιοδοτικοί όροι του συστήματος παραμένουν οι ίδιοι, το μέσο ύψος των συντάξεων που καταβάλλεται σε κάθε συνταξιούχο θα αποκλιμακώνεται για τους παρακάτω λόγους: Πρώτον, οι συνταξιούχοι μετά το 2016 (νόμος Κατρούγκαλου) δεν δικαιούνται την αποκαλούμενη «προσωπική διαφορά». Δεύτερον, λόγω της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας (βλέπε ανεργία, υποαπασχόληση, ή και αδήλωτη εργασία), θα βρεθούν πολλοί μελλοντικοί συνταξιούχοι με μικρότερο αριθμό ενσήμων. Και τρίτον, γιατί οι περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν επιλέξει να ενταχθούν στις χαμηλότερες ασφαλιστικές κατηγορίες, με αποτέλεσμα και το χαμηλό ύψος των συντάξεων που θα απολαύσουν.
Πόσο, όμως, ικανοποιητικό είναι το τρέχον ύψος των συντάξεων; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας πάμε στα τελευταία διαθέσιμα δεδομένα, από τα οποία προκύπτουν ότι το 60% των σημερινών συνταξιούχων λαμβάνει σύνταξη γήρατος χαμηλότερη των χιλίων ευρώ και πως η μέση κύρια σύνταξη γήρατος ανέρχεται σε 927,35 ευρώ. Και αυτό παρά τις αυξήσεις που δόθηκαν κατά τα τελευταία χρόνια. Άντε, λοιπόν, να ζήσετε εσείς με άνεση, με τόσο χαμηλό μηνιαίο εισόδημα.
Τα πράγματα, όμως, θα γίνονται ολοένα χειρότερα για τους επόμενους συνταξιούχους. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στοιχεία, τα οποία αναφέρθηκαν και στον Τύπο, οι νέες συντάξεις που εκδίδονται από το 2016 και μετά είναι σημαντικά χαμηλότερες από αυτές του παρελθόντος, ενώ μεγάλο είναι το χάσμα ανάμεσα στις νέες συντάξεις γήρατος, που χορηγούνται για πρώην εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, σε σχέση με εκείνους που προέρχονται από το δημόσιο.
Ειδικότερα, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της έκθεσης «Ήλιος», που αφορούν τον Σεπτέμβριο του προηγούμενου έτους, δείχνουν ότι στον ιδιωτικό τομέα οι συντάξεις γήρατος κυμαίνονται στα επίπεδα των 741,69 ευρώ, σχεδόν κατά 53% χαμηλότερα (ή κατά 392 ευρώ), σε σχέση με τα 1.134,37 ευρώ, που είναι ο αντίστοιχος μέσος όρος των νέων συντάξεων που αφορούν το δημόσιο τομέα.
Συμπέρασμα: Οι τρέχουσες συντάξεις είναι κατά μέσον όρο χαμηλές και ακόμη πιο χαμηλές για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα. Με την πάροδο του χρόνου οι νέοι συνταξιούχοι θα εισπράττουν χαμηλότερα ποσά, είτε επειδή λόγω της οικονομικής κρίσης θα διαθέτουν λιγότερα ένσημα, είτε γιατί ως ελεύθεροι επαγγελματίες έχουν επιλέξει τις χαμηλότερες ασφαλιστικές κλίμακες. Επίσης, από το 2027 και μετά η Πολιτεία θα επανεξετάσει τα ηλικιακά συνταξιοδοτικά όρια, τα οποία ενδεχομένως να αυξηθούν λόγω των εξελίξεων στο δημογραφικό ζήτημα και στο μέσο προσδόκιμο όριο ζωής. Άρα, όσοι θα επιθυμούν να αφυπηρετήσουν π.χ. στο 62ο ή στο 64ο έτος της ηλικίας τους, θα πρέπει ενδεχομένως να συμβιβαστούν με χαμηλότερες συνταξιοδοτικές αποδοχές.
Το σύνολο αυτών των παραγόντων καθιστά επιτακτική τη δημιουργία συνταξιοδοτικής αποταμίευσης από τους σημερινούς εργαζόμενους και μάλιστα από τα πρώτα χρόνια της εργασιακής τους πορείας. Να σημειωθεί ότι, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χαμηλότερες θέσεις στην Ευρώπη σε ότι αφορά τη συνταξιοδοτική αποταμίευση.