Η ελληνική οικονομία βρίσκεται αναμφίβολα σε πολύ καλύτερη θέση από αυτή της προηγούμενης δεκαετίας. Ένα απλό παράδειγμα είναι πως έχουμε σταματήσει να συζητούμε θέματα όπως το αν το Δημόσιο έχει να πληρώσει μισθούς και συντάξεις (η χώρα παράγει πρωτογενές πλεόνασμα), για το αν θα μπορέσει το κράτος μας να δανειστεί από τις αγορές (το πράττει με μεγάλη ευκολία), για το αν οι τράπεζες είναι ισχυρές (επιτυγχάνουν υψηλές αποδοτικότητες ιδίων κεφαλαίων), για την καλπάζουσα ανεργία (έχουν ενταθεί οι συζητήσεις για προσέλκυση εργαζομένων από το εξωτερικό), για το αν θα έχουμε ικανοποιητικό αριθμό τουριστών (πολλοί μιλούν για ζήτημα υπερτουρισμού) και πολλά άλλα.
Παρ’ όλα αυτά, η όλη κατάσταση μόνο ως ανέφελη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί και αυτό συμβαίνει για δύο λόγους:
Πρώτον, λόγω της υψηλής αβεβαιότητας που προέρχεται από πολλά μέτωπα, ξεκινώντας από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κατάσταση στη Μέση Ανατολή και φτάνοντας στην κλιματική κρίση, στις επικείμενες προεδρικές εκλογές στις Η.Π.Α., τα κυβερνητικά προβλήματα σε Γαλλία και Γερμανία, κ.λπ..
Και δεύτερον, εξ’ αιτίας του επιμένοντος πληθωρισμού (συμβάλλει τόσο η κλιματική κρίση, όσο και η γεωπολιτική αβεβαιότητα), ο οποίος έχει προκαλέσει σημαντικά οικονομικά προβλήματα σε μεγάλο αριθμό νοικοκυριών, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με ετήσιο ρυθμό πολύ υψηλότερο από αυτόν της Ευρωζώνης.
Ο επίσημος πληθωρισμός από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 έως και σήμερα έχει κυμανθεί αθροιστικά γύρω στο 20%. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, μια μεγάλη μερίδα των συμπολιτών μας (και ιδίως οι περισσότεροι από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους) δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν ανάλογη αύξηση στις αποδοχές της, με αποτέλεσμα να δει το αποπληθωρισμένο εισόδημά της να περιορίζεται. Αντίθετα, στους κερδισμένους των τελευταίων ετών συγκαταλέγονται όσοι κατάφεραν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας (μείωση ανεργίας), οι δραστηριοποιούμενοι σε συγκεκριμένους κλάδους που αναπτύχθηκαν έντονα (π.χ. τουρισμός, πληροφορική, οικοδομική δραστηριότητα), αλλά και εκείνοι οι επιχειρηματίες που τελικά ο πληθωρισμός λειτούργησε υπέρ τους και όχι εις βάρος τους.
Μια δεύτερη παρενέργεια του πληθωρισμού είναι ότι έπληξε περισσότερο τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα και λιγότερο τα εύπορα. Και αυτό γιατί οι συμπολίτες μας με τα χαμηλότερα εισοδήματα κατευθύνουν στα τρόφιμα ένα σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό τους σε σύγκριση με τους υπόλοιπους.
Πορεία δύο ταχυτήτων
Ο συνδυασμός των παραπάνω έχει οδηγήσει σε μια πορεία δύο ταχυτήτων της ελληνικής οικονομίας, με προωθητικούς πυλώνες τον τουρισμό, την οικοδομική δραστηριότητα και τις επενδύσεις (συνδυασμός της αποκατάστασης της δημοσιονομικής σταθερότητας με ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά και των κονδυλίων του Ταμείου Ανάπτυξης), αλλά και με αδύναμο κρίκο την ιδιωτική κατανάλωση και ειδικότερα τον όγκο των λιανικών πωλήσεων από τα ελληνικά νοικοκυριά. Ειδικότερα, ο δείκτης λιανικού εμπορίου εκτός καυσίμων και λιπαντικών υποχώρησε κατά 2,1% το 2023 και κατά 4,8% το πρώτο τετράμηνο της φετινής χρονιάς. Ειδικότερα, για τα super markets παράγοντες της αγοράς υποστηρίζουν πως το 2023 είχαμε πτώση όγκου πωλήσεων και αύξηση κύκλου εργασιών λόγω των ανατιμήσεων, ενώ φέτος παρατηρείται υποχώρηση τόσο σε όγκο, όσο και σε αξίες.
Ένα ακόμη ενδεικτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την πορεία δύο ταχυτήτων στην πραγματική οικονομία αποτελεί το γεγονός ότι οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών έχουν αυξηθεί σημαντικά κατά την τελευταία διετία, αλλά παράλληλα είναι ζήτημα το αν το 15% αυτών καταφέρνει να αποταμιεύει.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών κατά τα επόμενα χρόνια, μέσα από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, έτσι ώστε να αρχίσει να ανεβαίνει το πραγματικό εισόδημα της πλειονότητας των συμπολιτών μας. Πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο;
Πρώτον, μέσα από τη διατήρηση θετικού ρυθμού ανάπτυξης στην οικονομία (γύρω στο +2% φέτος σε σταθερές τιμές και αισιοδοξία για κάπως υψηλότερη επίδοση το 2025 και το 2026).
Δεύτερον, μέσα από την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού που διατηρείται ακόμη σε υψηλά επίπεδα (π.χ. 3% τον Ιούλιο στην Ελλάδα, έναντι 2,6% στην Ευρωζώνη).
Τρίτον, λόγω της προσδοκώμενης υποχώρησης των επιτοκίων μέσα στους επόμενους δεκαπέντε μήνες (μείωση τοκοχρεολυτικών δόσεων για επιχειρήσεις και νοικοκυριά).
Και τέταρτον, μέσα από μια επιθυμητή αναπροσαρμογή των φορολογικών κλιμάκων. Ειδικότερα, οι φορολογικές κλίμακες κατά τα τελευταία χρόνια διατηρήθηκαν μεν σταθερές, αλλά εξ’ αιτίας του υψηλού πληθωρισμού, τα νοικοκυριά ανέβηκαν κλίμακα και επιβαρύνθηκαν με υψηλότερο μέσο φορολογικό συντελεστή. Το ίδιο συνέβη και με την περίπτωση του Φ.Π.Α., που μπορεί ως συντελεστής να παρέμεινε σταθερός, αλλά σε εποχές πληθωρισμού οδήγησε σε πρόσθετα φορολογικά έσοδα. Με άλλα λόγια, η αναθεώρηση των φορολογικών κλιμάκων θα πρέπει να εξεταστεί, στο βαθμό προφανώς των δημοσιονομικών αντοχών της χώρας.
Στέφανος Κοτζαμάνης
Οικονομολόγος, Δημοσιογράφος
www.e-forologia.gr