ΚΩΣΤΑΣ ΛΥΤΡΑΣ
Η κυνηγετική περίοδος χρονικά συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την περίοδο της χαμηλής τουριστικής πίεσης για τη χώρα μας και κατά την έννοια αυτή η θήρα συγκαταλέγεται στο χειμερινό τουρισμό. Παράλληλα ο χειμερινός τουρισμός στην Ελλάδα έχει κατά γενική ομολογία χαμηλό βαθμό ανάπτυξης, ενώ σε σύγκριση με το σύνολο της ετήσιας τουριστικής κίνησης αφορά ένα ελάχιστο ποσοστό ( μικρότερο του 10%).
Με βάση ειδική μελέτη του Ελληνικού Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων το κυνήγι αποτελεί μορφή εναλλακτικού φυσιολατρικού τουρισμού (όπως και η πεζοπορία, η ορειβασία, η ποδηλασία, η κατασκήνωση η ιππασία κ. λπ.).
Η παραπάνω, λοιπόν, διαπίστωση αποτελεί άλλη μια διαπίστευση για την ανάγκη ανάπτυξης του κυνηγετικού τουρισμού. Όσον αφορά την παρούσα κατάσταση επιγραμματικά αξίζει να αναφερθούν τα εξής:
* Η μεγάλη προκατάληψη κατά του κυνηγιού δεν έχει επιτρέψει εκ μέρους των θεσμοθετημένων κρατικών φορέων το σχεδιασμό ανάπτυξης του κυνηγετικού τουρισμού
* Τα διαρκεί προβλήματα που αντιμετωπίζει το κυνήγι στην Ελλάδα δεν επιτρέπουν σε ικανοποιητικό βαθμό στις κυνηγετικές οργανώσεις να διατυπώσουν προτάσεις και να εφαρμόσουν σχέδια ανάπτυξης του κυνηγετικού τουρισμού.
*Δεν υπάρχουν στοιχεία για την άσκηση του κυνηγετικού τουρισμού στη χώρα μας.
* Οι περιοχές με αξιόλογη θηραματική αξία είναι σε ικανοποιητικό βαθμό γνωστές από εμπειρία και καταγραφές.
* Υπάρχει μηχανισμός ελέγχου της άσκησης της κυνηγετικής δραστηριότητας τόσο από την Πολιτεία ( δασική υπηρεσία κυρίως) όσο και από το Σώμα Ομοσπονδιακής Θηροφυλακής και τους εποχικούς θηροφύλακες των Συλλόγων.Το γεγονός αυτό, όσα προβλήματα και αν υπάρχουν, αποτελεί θετική διαφοροποίηση σε σχέση με τη δυνατότητα ελέγχου άλλων υπαίθριων τουριστικών δραστηριοτήτων.
* Η κυνηγετική δραστηριότητα είναι μεν εποχική δραστηριότητα αλλά ο κάθε κυνηγός δραστηριοποιείται «τουριστικά» όλο το χρόνο.
* Κατά την άσκηση της θήρας, οι κυνηγοί έχουν την ευκαιρία να επισκεφθούν πολλά όμορφα τοπία. Τις περιοχές αυτές, σύμφωνα με στοιχεία από ερωτηματολόγια, ξαναεπισκέπτονται με τις οικογένειες και με τους φίλους τους και μετά τη λήξη της κυνηγετικής περιόδου.
* Είναι εμφανής η προσπάθεια ορισμένων φορέων να περιορίσουν ή και να καταργήσουν το κυνήγι στη χώρα μας.( όπως διάφορες ΜΚΟ προς δικό τους όφελος, και τις τρικλοποδιές που βάζει το υπουργείο με τα διάφορα νομοσχέδια να δυσκολέψει σε μεγάλο βαθμό την άσκηση του κυνηγιού.)
Με βάση τα παραπάνω γίνεται προφανής η ανάγκη κατάρτισης μιας αναλυτικής μελέτης για την ανάπτυξη του κυνηγετικού τουρισμού. Είναι επίσης εμφανές ότι δεν υπάρχει προς το παρόν καμία ουσιαστική προσπάθεια της Πολιτείας για να ευνοήσει την ανάπτυξη του κυνηγετικού τουρισμού, ενώ επίσης υπάρχει ολιγωρία για την προάσπισή του σε κάθε περίπτωση που κακόβουλα ή ανακριβή σχόλια δημοσιεύονται σε διάφορα έντυπα.
Από πλευράς επιχειρηματιών υπάρχει άγνοια για το αντικείμενο του κυνηγιού όσον αφορά την «τουριστική αξία» του ή παρατηρούνται αποσπασματικές ή βιαστικές επενδυτικές κινήσεις.
Αν εξετάσουμε το θέμα με επιχειρηματικά κριτήρια, τότε αναφερόμαστε σε ένα δυνητικό προϊόν «κυνηγετικός τουρισμός» το οποίο όμως δεν έχει δυνητικούς πελάτες αλλά πραγματικούς και μάλιστα γι’ αυτούς τους πελάτες γνωρίζουμε το όνομά τους, τη διεύθυνση τους, το επάγγελμά τους, και τις προτιμήσεις συμπεριφοράς για το κυνήγι.
Σε αντιδιαστολή αναφέρουμε τις επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ για ανάπτυξη άλλων μορφών εναλλακτικού τουρισμού, όπου δεν γνωρίζουμε τους πιθανούς πελάτες και ούτε καν το βαθμό ζήτησης του οικοτουριστικού προϊόντος.
Και όμως αυτή η άγνοια δεν εμποδίζει την κατάρτιση μελετών όπου προτείνεται η περικοπή δεκάδων παραδοσιακών δραστηριοτήτων εις όφελος κάποιας πιθανής έλευσης άγνωστων οικοτουριστών, όπου οι μελετητές προδικάζουν ότι θα έρθουν. ( ο πάνσοφος λαός λέει το εξής «φέξε μου και γλίστρησα»)
Και τέλος δεν μπαίνω στη λογική της αξίας του κυνηγιού και της αντιδιαστολής επιχειρημάτων ένθεν και ένθεν, αλλά στη σημασία του ως μοχλού ανάπτυξης της ελληνικής υπαίθρου.