Αποταμιεύσεις νοικοκυριών: Τα συστατικά του νέου τοπίου

Κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 πολλοί ήταν οι Έλληνες οι οποίοι καρπώνονταν ιδιαίτερα υψηλές αποδόσεις ετησίως απλά και μόνο επειδή είχαν κάποια χρήματα «στην άκρη». Αρχικά μέσα από τα «ομόλογα ΕΤΒΑ» και στη συνέχεια μέσω των Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου καρπώνονταν ετήσιες αποδόσεις 3%, 4%, ή και 5% πάνω από τον πληθωρισμό. Αυτό σημαίνει -αν το μεταφέρουμε στο σήμερα- ότι ένας κάτοχος 100.000 ευρώ θα μπορούσε να καρπώνεται πάνω από τον πληθωρισμό, έως και 5.000 ευρώ το χρόνο, δηλαδή τις αποδοχές ενός ιδιωτικού υπαλλήλου για αρκετούς μήνες.

Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ακόμη και τώρα που ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει σημαντικά από τα υψηλά της διετίας 2022-2023:

Οι αποδόσεις των τραπεζικών καταθέσεων -ακόμη και των προθεσμιακών τοποθετήσεων που δύσκολα φτάνουν στο 1%- υπολείπονται του προβλεπόμενου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή 2,2% για το 2025 (στο 2,7% διαμορφώθηκε η επίδοση του φετινού Ιανουαρίου).
Οι αποδόσεις των Εντόκων Γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου εξακολουθούν να βρίσκονται λίγο πάνω από το 2% (γύρω στα επίπεδα του προβλεπόμενου πληθωρισμού) και μάλιστα εμφανίζουν πτωτική τάση. Να σημειωθεί, επίσης, ότι, τα νοικοκυριά μπορούν να συμμετέχουν στις σχετικές δημοπρασίες μόνο με ποσά έως 15.000 ευρώ. Επιπλέον, θέσεις μπορούν να αποκτήσουν μέσα από τη δευτερογενή αγορά, πράγμα, ωστόσο, που απαιτεί την καταβολή προμηθειών.
Στα ίδια -ή και ελαφρά χαμηλότερα- επίπεδα βρίσκονται οι προσφερόμενες αποδόσεις των Αμοιβαίων Κεφαλαίων συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας (Target Maturity), η χρονική διάρκεια των οποίων κυμαίνεται μεταξύ δύο και πέντε ετών.

Τοποθετήσεις ρίσκου

Με άλλα λόγια, αν κάποιος σήμερα επιθυμεί να επιτύχει αποδόσεις υψηλότερες του πληθωρισμού, θα πρέπει να καταφύγει σε επενδυτικές επιλογές που συνεπάγονται κάποιο -μικρότερο ή μεγαλύτερο- ρίσκο.

Μια από αυτές τις ενδεχόμενες επιλογές είναι αυτή των μετοχών, με τη συγκεκριμένη επένδυση να έχει αποφέρει υψηλότατες αποδόσεις κατά την τελευταία πενταετία (με βασικό πρωταγωνιστή στο Χρηματιστήριο της Αθήνας κλάδους, όπως π.χ. οι τράπεζες και η πληροφορική). Βέβαια, όλοι γνωρίζουν πως πρόκειται για τοποθέτηση που συχνά συνοδεύεται από αξιοσημείωτες διακυμάνσεις και όπου βέβαια οι παρελθούσες αποδόσεις δεν προδικάζουν σε καμιά περίπτωση τις μελλοντικές.

Μεσαίου ρίσκου τοποθέτηση είναι αυτή των ομολόγων, με αρκετά εταιρικά ομόλογα να προσφέρουν σήμερα ετήσιες αποδόσεις (yields) υψηλότερες του 3% και τα δεκαετή ελληνικά κρατικά ομόλογα γύρω στο 3,6% (περίπου 0,8% υψηλότερη από τον αντίστοιχο τίτλο του γερμανικού δημοσίου). Ποια, όμως, είναι τα βασικότερα χαρακτηριστικά που μπορούν να επηρεάσουν στο μέλλον τις αγορές ομολόγων;

Πρώτον, οι ευρωπαϊκές ανακοινώσεις για τη διάθεση μεγάλων κονδυλίων για την αμυντική ενίσχυση και τη δημιουργία υποδομών στη Γηραιά Ήπειρο θα συνοδευτούν από περαιτέρω αύξηση του δημοσίου χρέους των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που επηρέασε αρνητικά τις τιμές των κρατικών ομολόγων.

Δεύτερον, οι θετικές δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας μας και η σταδιακή αποκλιμάκωση του δείκτη «δημόσιο χρέος προς Α.Ε.Π.» έχουν ως αποτέλεσμα την επιστροφή των spreads (της διαφοράς) μεταξύ των κρατικών ελληνικών και των γερμανικών ομολόγων σε επίπεδα ανάλογα, ή και χαμηλότερα από αυτά της περιόδου που είχε προηγηθεί της Lehman Brothers και των «μνημονίων»!

Ήδη το τελευταίο χρονικό διάστημα είχαμε δύο αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού κρατικού χρέους, αρχικά από την DBRS και στις 14 Μαρτίου από τη Moody’s, ενώ είναι πιθανό να δούμε αντίστοιχες κινήσεις μέσα στους επόμενους μήνες και από άλλους οίκους (π.χ. από την Standard & Poor’s στις 18 Απριλίου, ή/και από τη Fitch στις 16 Μαΐου). Το γενικότερο προφίλ του ελληνικού χρέους σε συνδυασμό με το ότι η χώρα επιτυγχάνει ισχυρά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα και το ότι δεν ανήκει στις ευρωπαϊκές χώρες που καλούνται να αυξήσουν δραστικά τις αμυντικές τους δαπάνες, έχουν ως αποτέλεσμα το spread των δεκαετών ελληνικών κρατικών χρεογράφων από τα αντίστοιχα γερμανικά να έχει παγιωθεί αρκετά κάτω από το 1% (γύρω στις ογδόντα μονάδες βάσης).

Τρίτον, τα εταιρικά ομόλογα φαίνεται να έχουν κερδίσει πόντους σε βάρος των κρατικών. Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επενδύσει μεγάλα ποσά σε εξοπλισμούς και υποδομές επιδείνωσε περισσότερο το δανειακό προφίλ των ευρωπαϊκών κρατών σε σχέση με αυτό των επιχειρήσεων της Γηραιάς Ηπείρου, ή καλύτερα των επιχειρήσεων η πορεία των οποίων δεν σχετίζεται άμεσα με τις δασμολογικές αποφάσεις των Η.Π.Α..

Τέλος, ειδικότερα σε ότι αφορά τα εταιρικά ομόλογα που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι με βάση το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για την κεφαλαιαγορά ο φορολογικός συντελεστής επί των τόκων θα υποχωρήσει για τους Έλληνες ιδιώτες επενδυτές από το 15% στο 5%.

www.e-forologia.gr

Σχετικές δημοσιεύσεις